Ο ΠΙΝΑΚΑΣ
Από τον Δημήτρη Βόϊκο
====
Με ζήλο έπιασε κάποια στιγμή το καβαλέτο,
ξεκίνησε τον πίνακα να φτιάξει γλαφυρό
και γέρος πια τον τελείωσε, απέριττο κι αδρό…!
Ήταν το έργο της ζωής του, υποθέτω…!
—-
Βαριά ανασκιρτώντας τον κοιτούσε με τις ώρες…,
έμοιαζε ποντισμένος στα τενάγη των βυθών
ή σαν να ξεχορτάριαζε από το παρελθόν
σε αγκαθότοπο, με ρίζες ψυχοφθόρες…!
—-
Τη θλίψη… είχε φτιάξει, κρύα έρημο τα βράδια!
Τη μοναξιά πιο κει…, κήπο την έκαμε πικρό.
Ζωγράφισε το φόβο…, με φαράγγι ζοφερό…!
Τις εμμονές πιο πέρα…, κόκκινα λιβάδια.
—-
Τους πόθους…, με απόμερους πιο παρακάτω δρόμους.
Τα πέτρινα χωράφια παραπέρα, του καημού…!
Φουρτουνιασμένο πέλαγο το γκρίζο, του θυμού…!
Του δάσους τις σκιές…, με εφιάλτες, με τρόμους!
—-
Τον πόνο έκαμε, απόκρημνο βουνό στα ύψη…!
Του πόνου το μεθύσι, χείμαρρο ορμητικό.
Τα λάθη του…, με τείχη πύργο μεσαιωνικό…!
Στο τέλος, έκαμε μιαν ήπειρο…την τύψη…