ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΥΛΑΚΗΣ
3 Δεκεμβρίου 2023
Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α
19 Δεκεμβρίου 2023

Συριανές Ιστορίες

ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η ΜΠΑΜΠΩ

Οι γαρουφαλιές, τα γιασεμιά, τα ρόδα και οι κατηφέδες πεντοβολούσανε στις γλάστρες, όπως και τα πλατύφυλλα βασιλικά στους ασβεστωμένους γκαζοτενεκέδες.

Οι βαμβακούλες, τα μανουσάκια, οι όψιμες βιολέτες, τ’ αγιοκλήματα και τα πελαργόνια βρισκόντουσαν στην καλύτερη ώρα της ανθοφορίας τους!

Και τα χελιδόνια χτίζανε φωλιές ανάμεσα στα φυλλώματα και στις ταξιανθίες, που σχημάτιζαν οι φούξιες βουκαμβίλιες. Οι καφετζήδες είχανε ασβεστώσει τα καλντερίμια τους και είχανε απλώσει γαλάζια σιδερένια τραπεζάκια έξω, όπως και ψάθινες καρέκλες, με χαραγμένο στο ξύλο το όνομα του καφενείου. Οι άντρες διαβάζανε τις εφημερίδες τους σταυροπόδι, παίζανε τα κομπολόγια τους, ρούφαγαν θορυβώδικα το καφεδάκι ή πίνανε τη ρακή τους με σταφιδοστράγαλο. Οι νοικοκυράδες φορώντας τις ποδίτσες τους είχανε πιάσει έξω απ’ τις πόρτες τους το απογευματινό κουτσομπολιό.

Όλες οι συζητήσεις αφορούσαν σήμερα την κατάκτηση του Κυπέλλου από τη θρυλική «Ρόνστιμπακ», το καμάρι της γειτονιάς! Οι μανάδες των ποδοσφαιριστών πετούσανε στα σύννεφα.

– Ποιός να μας το ’λεγε, κερά Ανθούλα μου, πως τα βλαστάρια μας θε να γνωρίζανε τέτοια μεγαλεία!

– Και αυτό το άξιο παλικάρι, ο Θράσος, τι να σου πω, πολύ ανέβηκε στην εχτίμησή μας, εμένανε και του αντρού μου, του Γιάγγου!

– Ε, έχει και η τρίχα τον ίσκιο της, κερά Λουλουδιά, μαθές!

Η κυρά Καλλιόπη, η φαρμακόγλωσσα δεν άντεξε άλλο και … ξανάβαλε την κασέτα …

– Άσε με, τον καλοπερασάκια, τον μπήξε, τον δείξε, που τηνε γυρίζει αστεφάνωτη την κοπέλα …

– Νισάφι πιά, κυρά Καλλιόπη. Ας μην είμαστε δηχτικοί, έχω να πω…

Αξάφνου όλες οι κουβέντες κοπήκανε μαχαίρι καθώς από μακριά ακουστήκανε κλαρίνα και ζουρνάδες. Στήσανε όλες τους αφτιά και μάτια, αλλά δεν κατάφεραν να ξεκρίνουνε κάτι συγκεκριμένο και πιάσανε να εικάζουνε …

– Κανένας γάμος θε να γένεται… Άντε και στης αγγόνας σου με το καλό, κερά Λένη …

– Νά ’σαι καλά, Μανταρινιά μου κι ό,τι αλαχταράς να το δεις …

– Αμήν, ο Θεός να δώκει!

===

Σε πέντε λεπτά μέσα η κεφαλή της πομπής, που ανηφόριζε απ’ το Καρνάγιο εμφανίστηκε μπροστά στου Αργουδέλη το φούρνο. Την ποδηγετούσε ο μέγας τελετάρχης, ο Ζήσος, πισωπατώντας και κουνώντας τα χέρια του σαν μαέστρος! Το ντύσιμό του θύμιζε … τον Δελαπατρίδη, με τη μαύρη βελάδα του, το ημίψηλο, τα … τσίγκινα λιλιά στο στέρνο, που του είχε απονείμει … ο Φιξ και τη λιλά ταινία, διαγώνια περασμένη στο στήθος του με την επιγραφή «Ενορία Αγίου Γεωργίου».

Προηγούταν η φαμφάρα του μουσικού του Κωνσταντινίδη, όπου έπαιζε σαξότουμπα ο ίδιος, κόρνο ο Γιακουμής ο Χλεμπονιάρης, αυτός που άλλαζε τα πέταλα των μουλαριών και τουμπιά δυό παιδιά του ορφανοτροφείου. Παρέμενε ένας κενός χώρος γύρω στα δέκα μέτρα και πίσω του τρεις ζυγές γύφτων με κλαρίνα και τουμπερλέκια έκλειναν την πομπή.

Στον κενό χώρο ανάμεσα, τέσσερεις ποδοσφαιριστές του «Αστέρα» και δύο της «Ρόνστιμπακ» μεταφέρανε, πάνω σ’ ένα φορείο, τον τραυματισμένο Καλιακούδα, που στο τέλος του αγώνα είχε τραυματιστεί στο χέρι και σφάδαζε απ’ τους πόνους! Και όσο περνούσε η ώρα το χέρι του «κρύωνε» και οι πόνοι του γινόντουσαν αβάσταχτοι!

– Ωιμέ, έκλαιγε και θρηνολογούσε. Πλάι του ο Λευτέρης ο ληστής έβρεχε κατά τακτά χρονικά διαστήματα τον κεφαλόδεσμό του στο λαγήνι και του δρόσιζε το μέτωπο.

– Κουράγιο, αδέρφι, κουράγιο …

– Που να μην έσωνα να ’παιζα. Ωωωωχ!

Πολλές γυναίκες στο θέαμα τούτο κάνανε το σταυρό τους.

– Πλήγμα μεγάλο για την οικογένεια του παιδιού, Ασπασία μου!

– Πέστο ψέματα, συμπεθέρα!

Τη στιγμή εκείνη περνούσε ο Δημοτικός Σύμβουλος, ο επιφορτισμένος με την επαρκή απόδοση φωτισμού οδών και σοκακίων. Αυτός ως νουνεχής άνθρωπος προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

– Τι το περιφέρετε, μωρέ, άσκοπα το παιδί; Πηγαίνετέ το αμέσως σ’ ένα ντοχτόρο …

Το κύρος του άρχοντα αυτού ήτανε μεγάλο και πολλοί τάχτηκαν με το μέρος του.

– Έχει απόλυτο δίκιο ο κύριος Σύμβουλος. Το αξίωμά του και μόνον αποτελεί εχέγγυον, φώναξε κάποια ζωντοχήρα.

– Εμένα μου λες, αγρίεψε ο Λινάρδος, ο ψαράς. Τις ξέρουμε καλά όλοι αυτοί τις πολιτικάντηδες!

Οι απόψεις άρχισαν να διίστανται …

– Να τονε πάμε ογλήγορις στον ορθοπεδικό …

– Όχι, όχι, το ορθόν είναι να τονε περάσουμε πάνω από εικοσιδύο μνήματα ασαράντιστα!

– Εγώ θα πρότεινα, μπήκε στη μέση μια μαμμή, να τον πάτε στην κυρά Μπάμπω την πραχτική. Αυτή μονάχα είναι σε θέση να τον γιατροπορέψει!

===

Την εποχή εκείνη κάθε αξιοπρεπής μαχαλάς, τη μαμμή και την πραχτική γιάτρισσά του τις είχε σε πρώτη ανάγκη. Οι γυναίκες αυτές, όπως άλλωστε και οι διάφορες καφετζούδες, κόφτρες, πετρορίχτρες και φαρμακολύτρες, καταφεύγανε κι αυτές σε διάφορα τερτίπια και επικίνδυνες πραχτικές, προκειμένου να εξασφαλίσουνε τα προς το ζην!

Όλες τους, είτε φανερά είτε ιεροκρυφίως παρασκευάζανε για τους ασθενείς τους σωρεία από γιατροσόφια και μαγικά δικής τους επινόησης, όπως μαντζούνια, παπαζωτά, φίλτρα από δρακοντιά, μουσκάδες, σερνικοβότανα καθώς και φυλακτά ενάντια στη γλωσσοφαγιά ή το μάτι το μοχθηρό και γεμίζανε γυάλες με ποικίλα σκευάσματα, προερχόμενα από αγκιναρόζουμα, πικραγγουριές, ουρές αρουραίων, παρηγορικά ελιξήρια, καταπότια, ρεβέντια και σουπλιμέδες!

Επιπλέον στην πλούσια συλλογή τους δεν απολείπανε τα σιδερόχορτα, οι αβδέλλες, τα φιδοπουκάμισα και τα χελωνοκαύκαλα! Οι περισσότερες μάλιστα γιάτρισσες διαπλέκανε τα κομπογιαννίτικά τους με τα … αγιωτικά, προσφέροντας στον ασθενή, παράλληλα με τα πιο πάνω, και αντίδερα σαρακοστής ή και λάδι καντήλας, ταξιδεμένο πρώτα πάνω σε σαράντα κύματα! Μερικές απ’ αυτές ήσανε εξπέρ στη βασκανία και τη χειροπρακτική! Άλλες πάλι, όπως η κυρά ’Λεούσα η αούτισσα απ’ το Αϊβαλί για παράδειγμα, εκτός της θεραπείας, ξέρανε πώς να ξορκίζουνε την κατσιποδιά και την ανδρόπαυση!

===

Μια απ’ τις πλέον αναγνωρισμένες και αποτελεσματικές θεραπεύτρες και ξεματιάστρες ήτανε αναμφισβήτητα η κυρά Ρηνιώ ή Μπάμπω στη Νεάπολη.

Γνώριζε τα αγιωτικά και τα τερτίπια της κιριτζήδικης γιατρικής καλύτερα κι απ’ το διθέσιο καναπέ του σπιτιού της! Αρκετοί μάλιστα παίρνανε όρκο, πώς ήξερε όσο καμία άλλη να ξορκίσει το βάσκαμα και να προκαίνει τη βεντερούγα!

– Να τον πάμε ρε, στης Μπάμπως, πρότεινε ο Γιάννης ο Απέρπας, χτυπώντας τον αέρα με τις γροθιές του.

===

Το χαμόσπιτο της Μπάμπως ήτανε ταπεινό όπως και η ίδια. Στην πρόσοψη της χαμοκέλλας της υπήρχε μια μικρή χωματένια αυλή μ’ ένα πηγάδι στη μέση της και ένα μικρό κοτέτσι γεμάτο πουλερικά.

Η ξώπορτα του σπιτιού έκλεινε με διπλές αμπάρες από μέσα, τα ντουβάρια ήτανε ξεφλουδισμένα και βαμμένα στο λουλακί και υπήρχε ένα και μοναδικό παράθυρο προς το μέρος του στενού, σφαλιστό πάντοτε με σιδερένιο γκάγκαρο.

Ο Γιάννης ο Απέρπας, που είχε υπό την προστασία του τον ανήμπορο, βάρεσε δυο φορές την πόρτα με τη γροθιά του.

– Εϊ κυρά, εϊ καλοκυρά, μέσα είσαι;

– Τί τρέχει, αστρί μου, και βροντάς τη θύρα μου;

– Έχω ’δω ένα σακατεμένο παιδάκι, καλέ. Κόπιασε να το γιατροπορέψεις …

– Μια στιγμούλα να πετάξω απάνου μου το μποξά και ξεμυτάω.

– Βγήκε η γριά, έκοψε την κατάσταση και είπε να της σύρουνε μέσα τον Καλιακούδα.

Τον ξαπλώσανε ανάσκελα στη ντιβανοκασέλα και πιάσανε θέσεις γύρωθέ του.

Το καμαράκι απόπνεε κλεισούρα, οσμή οσπρίων που βράζανε στην τσουκάλα και μπαγιάτικο θυμίαμα.

Χάρτινα σταμπαριστά εικονάκια διαστίζανε τους τοίχους, ένας ραϊσμένος καθρέφτης υπήρχε πάνω απ’ το κρεβάτι και σε κάποια εσοχή είχε τοποθετηθεί ένα πήλινο μπαρδάκι ταπωμένο με κουκουνάρι, σ’ ένα τραπεζάκι μερικά μισογιομάτα μπουκάλια με λάδι ευχέλαιου και τρία μισοκαμμένα κεριά. Ακόμα, ένα κρεμαστό καντήλι φώτιζε την εικόνα κάποιου ξεθωριασμένου αγίου και ακριβώς απέναντι απ’ το κρεβάτι η γιάτρισσα είχε ένα γιούκο με στρωσίδια και διπλές βελέντζες του χωριού της σε ντάνες.

===

Χωρίς να βγάλει άχνα πήρε ένα μπρούντζινο λιβανιστήρι με ένα καρβουνάκι και λίγους κόκκους λιβάνι και το άναψε. Κατόπιν έφερε τρεις γύρες πέριξ του τραυματία ψιθυρίζοντας ακατάληπτες φράσεις. Στη συνέχεια πήγε και έφτυσε εφτά φορές σε κάθε γωνιά της κάμαρης.

Στο αναμεταξύ ο Καλιακούδας σπαρτάραγε απ’ τους δυσβάσταχτους πόνους, ενώ ο Απέρπας του ’λεγε … ανέκδοτα για να ξεχαστεί.

– Δεν νταγιαντώ άλλο γερόντισσα, κατάφερε να ξεστομίσει …

– Μια χαρά σε βλέπω μπίρομ, φτου να μη σε βασκάνω, φτούσου, φτούσου!

Του ακράγγιξε γκεβρέσικα το σακατεμένο χέρι και άρχισε τις χειρομαλάξεις …

Τα ουρλιαχτά του μικρού φτάνανε τώρα ίσαμε το καλτσάδικο του Πασσά, που θα απείχε και πεντακόσια μέτρα απ’ το σπίτι!

– Μού ’ρχεται να βαρέσω το κεφάλι μου στο ταβάνι. Αχχχ!

– Έχε μου ’μπιστοσύνη, γιούκα μου και δείξε γκαϊρέτι. Πώς θα πας στρατιώτης; Μμμμ, για … νευροκαβαλίκεμα μου μοιάζει …

Του έκανε αμέσως επάλειψη με καντηλόλαδο, που περιείχε ξεροτηγανίδια παλιά, του ’δωκε να μασήσει αντίδερο της διακαινησίμου και μετά επέσταξε θυμέλαιο καθαγιασμένο απάνω στις εξέχουσες αποφύσεις του σπασμένου οστού, ολοκληρώνοντας την αγωγή με επίθεμα γιακής!

Τον άφησε έτσι να καλμάρει για λίγο και ξαφνικά με μια απότομη, πλην αποφασιστική κίνηση συνέπτυξε το οστό με σκοπό να δημιουργήσει ψευδάρθρωση, παρά τις ωρυγές και τις τσιρίδες του άτυχου νεανία, που κάνανε τους κατοίκους όμορων συνοικιών ν’ ανησυχήσουνε και να πεταχτούνε … με τα εσώρουχα στους δρόμους!

– Ουφ, τελέψαμε, αναστέναξε η Μπάμπω, με φωνή που παλλότανε από καμάρι. Πάρε τώρα, αστρί μου, να πιείς ένα καταπότι από ρίζα μανδραγόρα και άσε τη θεια να στο μπαντάρει όπως ’κείνη κατέχει …

Το χέρι του Καλιακούδα είχε πάρει τώρα ένα φλογοκόκκινο χρώμα, γι’ αυτό του έβαλε επιπλέον κατάπλασμα από πίτουρο, το οποίο είχε εμποτίσει πιο πριν σε φριτούρα και του το ’δεσε γκρετίδικα.

– Θα γιάνει, καλέ συ το χεράκι του, ρώτηξε να μάθει ο Απέρπας.

– Το πράμα μιλάει από μόνο του, Γιάννη μου. Με την πείρα πό ’χω στη δουλειά, δε βλέπω βαθιά ρηγμάτωση μήτε και τίποτες γιαράδες για να τρομάξω …

Μετά πήρε χαρτί και καλαμάρι και αρχένεψε να ορνιθοσκαλίζει ρετσέτες δικές της.

– Σου γράφω ’δω, γιέ μου, ένα τσιτζιμπίρι να κάμεις γαργάρες και ένα μαντζούνι μπάλσαμο, που θ’ αγοράσεις απ’ τον Αλέκο το μπακάλη.

Δεν παράλειψε δε, προτού τονε ξεπροβοδίσει, να του δώσει και εδεσματολόγιο.

– Θα τρως φιδέ. Άμε τώρα στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας …

Βγήκανε πάλι στο δρόμο, πήρε ο Απέρπας τον Καλιακούδα στην πλάτη του και ξεκινήσανε. Στο μεταξύ η κατάσταση του τραυματία είχε επιδεινωθεί αισθητά. Το χέρι του είχε μελανιάσει και οι πόνοι ήτανε φριχτότεροι από ποτέ!

===

Στο νοσοκομείο είχε σημάνει γενικός συναγερμός! Γιατροί εφημερεύοντες αλλά και άλλοι συνάδελφοί τους ανακληθέντες την τελευταία στιγμή τρέχανε δεξιά κι αριστερά και δίνανε οδηγίες. Πίσω τους ακολουθούσανε αλαφιασμένοι βοηθοί, τραυματιοφορείς, νοσηλεύτριες και αποκλειστικές! Η περίπτωση του τραυματισμού του Καλιακούδα και η δημοσιότητα που είχε λάβει το γεγονός, είχε ταρακουνήσει όλο το προσωπικό!

Στον Καλιακούδα είχανε κάνει άμεση μεν εισαγωγή, όμως τον είχανε παρατήσει να χτυπιέται απ’ τους πόνους στο ράντζο, μέχρι ο ακτινολόγος να φέρει τις πλάκες. Πολλοί φίλαθλοι ήταν εκείνοι, που του είχανε στείλει λουλούδια και ευχές, ανάμεσά τους και ο Ζαφείρης ο μπακάλης, ο οποίος είχε στείλει φίκο σε γλάστρα.

– Τι να τα κάνω ’γω τα λουλουδικά, μονολογούσε το άμοιρο παιδί. Εγώ ένα … παυσίπονο θέλω …

Σε λίγο εμφανίσανε τις ακτινογραφίες, που δείχνανε συντριπτικό κάταγμα στο μετακάρπιο του δεξιού χεριού.

Καίτοι η διάγνωση ήτανε σαφής, προέκυψαν εντούτοις αφιστάμενες απόψεις μεταξύ των γιατρών.

– Επιβάλλεται, κύριοι, άμεση ανάταξη οστού, γνωμάτευσε κάποιος … στομαχολόγος …

– Εγώ θα πρότεινα να προβούμε σε αρθροσκόπηση, αποφάνθηκε ο οφθαλμίατρος.

– Ωστόσο δε θα πρέπει ν’ αποκλείσουμε το ύγρωμα ή το ύδραρθο, είπε με χαμηλή φωνή ο … ορθοπεδικός, που είχε περιπέσει σε δυσμένεια, γιατί εδώ και μέρες είχε καταχεριάσει το διευθυντή του!

– Η Μπάμπω εισηγήθηκε … γαργάρες, πετάχτηκε αυθαίρετα ο Γιάννης ο Απέρπας, φύλακας – άγγελος του τραυματία.

– Δε σου πέφτει λόγος εσένα Γιάννη, τον παρατήρησε κάποιος του μαγειρείου.

Τελείως απροειδοποίητα εμφανίστηκε τότε ο Αδελφός Νοσηλευτής. Στη θέα του και μόνο όλοι οι επιστήμονες νιώσανε δέος και κάνανε τρία βήματα πίσω!

– Τί συμβαίνει εδώ;

– Το χεράκι του παιδιού, κύριε συνάδελφε, χρειάζεται γυψάρισμα …

– Δε θα μου υποδείξεις εσύ τι χρειάζεται, αποπήρε σκαιά τον άλλο ο Αδελφός Νοσηλευτής. Παρακαλώ να μεταφερθεί πάραυτα ο ασθενής στο ιατρείο μου …

Τον μεταφέρανε εκεί δίχως δεύτερη λέξη και αυτός αφού φόρεσε πράσινη στολή χειρουργείου, αποστειρωμένη μάσκα προσώπου και σαμπό τσόκαρα πλησίασε τον καταγματία ακολουθούμενος από την προϊσταμένη και μια ασκούμενη νοσοκόμα. Μεγάλο το λειτούργημα του χειρουργού, σκέφτηκε. Έρχονται στιγμές που είσαι εσύ κι ο Θεός …

– Εμένα σε παρακαλώ … μη με ανακατεύεις στις δουλειές σου, φώναξε ο Γιάννης ο Απέρπας απ’ το βάθος του διαδρόμου, λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του!

Τον αγνόησε επιδεικτικά και άρχισε να εξετάζει τον Καλιακούδα. Μόλις ολοκλήρωσε την εξέτασή του στράφηκε στην προϊσταμένη και τη ρώτησε με στόμφο …

– Δε μου λες, διαθέτουμε … υπακτικόν;

– Μόλις μας τελείωσε, προφέσορά μου, απάντησε ενοχικά εκείνη κοκκινίζοντας από ντροπή σαν ανύπαντρη μητέρα …

– Κακώς, κάκιστα! Εισηγούμαι τότε να κάνουμε στον ασθενή δύο … κλύσματα απανωτά …

– Τολμώ να σας υποδείξω, πως κάτι τέτοιο αντενδείκνυται στην παρούσα περίπτωση, ψέλλισε εκείνη έτοιμη να καταρρεύσει …

– Μου εξηγείς, σε παρακαλώ, το σκεπτικό σου;

– Μα πρόκειται, καθηγητά μου, περί κλασικής περιπτώσεως βαρέως κατάγματος του ενός χεριού …

– Του ενός είπες, προϊσταμένη; Πώς εγώ είχα την εντύπωση καταγμάτων και στα δύο χέρια;

– Μάλιστα, μάλιστα, του ενός χεριού, κύριε Πρύτανη, απάντησε με αναπτερωμένο κάπως το ηθικό της.

– Αφού λοιπόν πρόκειται περί ενός μόνο κατάγματος, προτείνω να του κάνουμε … ένα μονάχα κλύσμα!

===

Φτάνοντας στο σπιτάκι που έμενε, ο Γιάννης ο Απέρπας ξάπλωσε εξουθενωμένος στο μπαουλοντίβανό του, νιώθοντας μνήμες μακρινές να τον πετροβολούνε. Φρικτές θύμησες, ακουστικές θύμησες, οπτικές θύμησες και θύμησες οσμών κλινικής, που δεν ήταν σε θέση να τις προσδιορίσει!

Μπρος στα μάτια του ξεπήδησαν οι λευκοί θάλαμοι του δημόσιου ψυχιατρείου, που κάποτε τον περιέθαλπε. Τι απαίσια εμπειρία κι εκείνη, Θε μου! Ξανάδε στην οθόνη του νου του τους τρελογιατρούς, που κράδαιναν σφυράκια αντανακλαστικών και τους νοσοκόμους με τις άσπρες ρόμπες, που κατάστελναν τους ψυχοπαθείς με ηλεκτροσόκ και ζουρλομανδύες!

Άκουγε νοερά τα ουρλιαχτά και τα αναίτια γέλια των παρανοϊκών, «έβλεπε» τα δεσίματα στα κρεβάτια και τους θαλάμους απομόνωσης και ένιωθε στην άκρη της γλώσσας του τις πικρές γεύσεις των ψυχοφαρμάκων!

Τον είχανε κλείσει στον ίδιο θάλαμο με το συμπατριώτη του, τον Τζίμη τον μπαξεβάνη, που και κείνος είχε βαρύ ιστορικό!

Είχε κάνει πολλές παλαβομάρες, είν’ αλήθεια, αλλά εκείνο που τον είχε οδηγήσει στο τρελάδικο ήτανε, όταν μια μέρα πήρε την τσάπα του και έσκαψε μέρος της πλατείας Μιαούλη, για να … φυτέψει, τάχα, ραπανάκια για την όρεξη!

===

Για μεγάλο χρονικό διάστημα κανένας δεν είχε κάνει τον κόπο να τους επισκεφθεί. Κάποια μέρα μη νταγιαντώντας άλλο, ο Τζίμης γυρίζει και λέει στο φίλο του:

– Τι καθόμαστε και κάνουμε εδώ μέσα, ρε Γιάννη; Στο φινάλε … θα μουρλαθούμε! Πρέπει το συντομότερο να πείσουμε το διευθυντή να μας δώσει εξιτήριο …

– Τάσσομαι υπέρ, ανέκραξε ο Γιάννης και πέταξε στον αέρα … την περικεφαλαία που φορούσε. Όμως, εξήγησέ μου, πώς;

– Έχω καταστρώσει στο μυαλό μου ένα σκέδιο, που θα τ’ ακούσεις και θα … λωλαθείς!

Τα μιλήσανε λοιπόν, τα συμφωνήσανε, που λέει και το τραγούδι, γνώριζε κι ο Γιάννης κάποιους απ’ το κυλικείο, που πήγαινε και βοηθούσε, πιάσανε αυτοί τους γιατρούς και εκείνοι φέρανε το θέμα προς επανεξέταση.

===

Αρχικά τους περάσανε από πρωτοβάθμια και ύστερα από δευτεροβάθμια επιτροπή αξιολόγησης και η διάγνωση βγήκε αρνητική αναφορικά με την τρέλα τους.

Απόμενε μόνο η τελική γνωμάτευση του αρχίατρου, ο οποίος κάποιο μεσημέρι τους κάλεσε στο γραφείο του.

– Πληροφορούμαι μετά χαράς, ότι η υγεία σας τείνει να αποκατασταθεί, άρχισε χωρίς περιστροφές ο αρχίατρος.

– Την ίδια άποψη έχουμε κι εμείς …

– Δε ζήτησα τη γνώμη σας. Εντούτοις, για τυπικούς και μόνο λόγους, θα υποβάλω δύο ερωτήσεις στον καθένα σας, αρχής γενομένης από τον Γιάννη. Ο Τζίμης παρακαλώ να εξέλθει …

– Μάλιστα, κύριε ιατρέ …

Κλείδωσε την πόρτα ο αρχιφρενολόγος, βάρεσε μερικές παραδοσιακές σφυριές στο γόνατο του Γιάννη και ρώτησε:

– Απάντησέ μου, νούμερο τριαντατρία: Αν σου βγάλω το ένα … μάτι, τί θα πάθεις;

– Θα καταστώ μονόφθαλμος, ντόκτορά μου!

– Έξοχα! Κι αν τώρα σου βγάλω και τα δύο μάτια;

– Δε θα βλέπω καταντίπ …

– Ελεύθερος άνευ όρων, Γιάννη! Έλα να σου υπογράψω το εξιτήριό σου! Ας περάσει τώρα μέσα και ο έτερος των αιτούντων.

Βγαίνοντας ο Γιάννης πέταξε στον Τζίμη … το «σκονάκι».

– Ρε συ, μονόφθαλμος – τυφλός είν’ οι απαντήσεις. Γκέγκε;

Ο Τζίμης εισήλθε στο γραφείο και κάθισε συνεσταλμένα με την τραγιάσκα στο χέρι στην άκρη της πολυθρόνας.

Ο αρχίατρος, που και κείνος … είχε τη «σκαγιά» του και το μάτι του γυάλιζε, άρχισε να κυκλοφέρνει τον Τζίμη.

– Νούμερο τριανταδύο, ξερόβηξε δίνοντας έμφαση στη φωνή του, αν σου κόψω το ένα αφτί τί πρόκειται να συμβεί;

– Θα γίνω μονόφθαλμος σαν τον Μοσέ Νταγιάν, απάντησε αβίαστα ο Τζίμης, ενθυμούμενος τα λόγια του Γιάννη …

– Καλά κρασιά, Τζίμη, μονολόγησε ο επιστήμονας. Παρόλα αυτά, για τη συμπλήρωση του εντύπου και μόνο, θα προχωρήσω και στη δεύτερη ερώτηση …

– Είμαι όλος αφτιά, γιατρέ, παρόλο που … μου ’κοψες το ένα!

– Αν τώρα σου κόψω και το δεύτερο αφτί, τί γίνεται παιδί μου;

– Θα τριγυρνάω στο δρόμο και θα φωνάζω: «ελεήστε, χριστιανοί, τον αόμματο».

– Τι λες, ρε διπολικέ; Τα αφτιά σου κόβω, δε σου βγάζω τα μάτια! Πώς λοιπόν θα στραβωθείς, ρε ζώον;

– Σωστά τα λες, γιατρέ μου, αλλά η τραγιάσκα που φοράω είναι φαρδιά και κρατιέται στα αφτιά μου.

    • Και λοιπόν⁏

– Αν λοιπόν μου κόψεις τα αφτιά, αυτή θα πέσει και θα μου φράξει τα … μάτια, οπότε δε θα βλέπω καθόλου!

Η απάντηση του Τζίμη θεωρήθηκε … λογική και έτσι οι δύο τρόφιμοι του ψυχιατρείου επανέκαμψαν στην κοινωνία!