Πατριωτικό
27 Μαρτίου 2024
Πάρε τα δώρα
28 Μαρτίου 2024

ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑ

Από τον Τάκη Κυρυτσόπουλο

Μετά την κατάκτηση του κυπέλλου απ’ την ομάδα της «Ρόνστιμπακ» άρχισε να συρρέει έξω απ’ το μαγαζάκι του Ζεβανζέλ όλο το πούλι – πούλι του μαχαλά, καθότι ο Βελλής ο ντελάλης είχε μεταφέρει το άγγελμα της νίκης στα πέρατα της συνοικίας. Η Ερνούλα είχε τραβήξει για το σπίτι, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο, μπας και ξαλαμπικάρει ύστερα απ’ την φοβερή δοκιμασία που υπέστη και ο Ζεβανζέλ όρθιος στην πόρτα δεχότανε τα συχαρίκια.

– Προεδράρα μας εσύ!

– Έπραξα απλώς το καθήκον μου …

Και ήτανε τόσο μεγάλη η ψυχική του ανάταση, που έδινε ελεημοσύνες σε περαστικούς ζητιάνους … δύο και τρεις φορές! Ένας από δαύτους τον πλησίασε με προτεταμένο χέρι …

– Δώκε και σε ’μένα τον ανήμπορο κάτι … παλικάρι μου …

Αυτό μάλιστα! Σήκωνε διπλό μπαξίσι, διότι τον έκανε να αιστανθεί νέος! Όχι σαν τον Θράσο, που τον είχε ταράξει στα «πατέρα» και «πατέρα»!

Έδωσε λοιπόν κέρμα χοντρό στον άπορο και αυτός του έδειξε όλη την ευγνωμοσύνη του.

– Ο Θεός σχωρέσ’ τα ’ποθαμένα σου, … γέρακλά μου …

===

– Θράσο ανεμοβρόχι μου, κύπελλο ακούω και κύπελλο δε γλέπω …

– Εδώ, μέσα … στη φόρμα μου το κρύβω για το κακό μάτι, πατέρα. Όμως με την ευκαιρία, δεν θα ’πρεπε να δώσουμε κάποιο σουαρέ, έτσι για τα επινίκια;

– Φάϊν αϊντία, χτύπησε χαρούμενα τις απαλάμες της η Ζία …

– Πού τα ’μαθες μαρή, τα … γερμανικά κι εγώ δεν πήρα πρέφα;

– Με τη μέθοδο άνευ διδασκάλου, Θράσο μου … Ο … δάσκαλος μάς έλειπε τώρα …

Ο Ζεβανζέλ είχε τις ενστάσεις του, γιατί δεν ήξερε πώς θα το ’παιρνε η Ερνούλα …

– Δεν ευκολύνομαι αυτή τη στιγμή, ρε παιδιά. Τα οικονομικά μου ανοίγματα με φέρανε σε δυσχερή θέση …

– Όχι σπουδαία πράματα, μπαμπά. Να· τίποτις τηγανίτες, κανένα σουσαμάτο απ’ αυτά που ’χομε χρόνια στη μόστρα και λίγες τσικουλάτες άνευ … σκώληκος, που αρέσουνε και στα παιδιά. Έτσι για το καλό, κάντο …

– Κατιτίς απ’ αυτά πό ’χουμε για πέταμα, πατέρα, συμπλήρωσε ο Θράσος, γλείφοντας το μουστάκι του.

– Όχι όμως σουπέ και τσιμπούσια, να ξηγιόμαστε, υπόκυψε ο γέροντας, εφόσον και του λόγου του ήτανε φαρφαράς και πετούσε τη σκούφια του για μεγαλεία!

– Έχταχτο θά ’ναι! Ζουρ φιξ κι επισημότητες κομμένα …

– Διστάζω, ρε Θράσο, ξέρεις …

– Για μια ’στεροφημία ζούμε, ρε φάδερ …

– Έλα, έλα, μη μου χαλάς το χατίρι, πατερούλη, φώναξε και η Ζία, φιλώντας τον σταυρωτά …

– Είσαι ’συ μια μαλαγάνα!

===

Ο Ζεβανζέλ προσπαθούσε επιχειρηματολογώντας να κάμψει τον αρνητισμό της Ερνούλας σχετικά με το φαγοπότι, που θα επακολουθούσε.

– Πρέπει να αρθούμε στο ύψος της κοινωνικής μας θέσεως, γυναίκα, μην το αλησμονάς …

– Σε λίγο θα βαρέσουμε φαλιμέντο, Βαγγέλη! Δεν είμαστε εμείς για τραπεζώματα στο κοινόν …

– Έλα, βρε ’Ρνούλα ν’ ανοίξουμε και ’μεις μια φορά την τσέπη μας. Νισάφι πιά, μην είσαι τόσο αθερινόψυχη …

– Που νά ’τανε μαύρη η ώρα και η στιγμή …

Ο Ζεβανζέλ τότε τα πήρε αλακάπα στο κρανίο …

– Άσε τις τσιριτζάντουλες, καρακάξα, γιατί θα σε χωρίσω. Θα σε στείλω πεσκέσι στον πατέρα σου …

– Μα ο πατέρας μου έχει ξαπλάρει εδώ και χρόνια …

– Ε λοιπόν, εκεί λέω να σε στείλω και σένα να … ξαπλάρεις άπαξ και αναφέρομαι στον πατέρα σου!

===

Τοποθετήσανε δύο συνεχόμενα τραπέζια στο καλντερίμι του καραμελοπωλείου. Πάνω τους στρώσανε σατινέ χαρτί, που το πιάσανε στις γωνιές με πινέζες και τα παραφορτώσανε με κατίκια, μπριός αλμυρά, τραγήματα κάθε λογής, ανζούγες βαρελίσιες, γλυκίσματα του καταστήματος, που δεν τ’ αγόραζε κανείς, διάφορα μεζεκλίκια της λάγνας ανατολής, μια νταμιτζάνα ρετσίνα του Μουρά, χαλβά σπιτικό κατασκευής Ερνούλας, τρία βαζάκια με ρετσέλι γλυκό, ούζο χύμα, που δεν έκανε ούτε για εντριβή, τσιροσαλάτες τρεις, ψωμί του Πρόσφυγα κατά βούληση, λίγα κεφτεδάκια και πάπαλα!

Στον τοίχο σαν ντεκόρ είχανε κρεμασμένη σε καρφί τη δοξασμένη φανέλα του σεντερφόρ της «Ρόνστιμπακ», από φέλπα στο κυπαρισσί, που πολύ θύμιζε στην Ερνούλα … την κουρτίνα της σάλας της, την οποία είχε να δει εδώ και μέρες! Ο Ζεβανζέλ είχε πιάσει την κεφαλή του τραπεζιού με το Θράσο και τη Ζία δεξιά του και την Ερνούλα αριστερά. Η Ερνούλα κάνοντας το πικρό … γλυκό και φορώντας ρόμπα καπιτονέ δεξιωνότανε τους συνδαιτυμόνες της με προσποιητή ευγένεια, αλλά και με κακία στο μάτι. Όλες οι πεινάλες της γειτονιάς δέσανε στους λαιμούς τους τραχηλιές και ορμήξανε σαν ύαινες να φαρμακώσουνε!

– Αχ, θα πιούμε κατά κόρον, Ευθαλία μου …

– Και θα φάμε με δέκα μασέλες, δε λες! Μμμ δεν κρατιέμαι …

– Πάντα τέτοια, μαστρο Βαγγέλη! Και σένανε Ζία μου, μ’ ένα σερνικό να σε δούμε να ξελευτερώνεσαι …

– Γερό να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, κερά Δεντρολιβανιά μου …

Σήκωσαν όλοι μαζί ψηλά τα ποτήρια τσουγκρίζοντας.

– Κερά ’Ρνούλα εύγε! Με άριστα βαθμολογιέσαι!

– Φχαριστώ πολύ. Κοπιάστε να ντερλικώσετε …

===

Ο Θράσος στη γωνιά του κριτσάνιζε κάτι πατατάκια της ρίγανης. Σταδιακά φούντωνε μέσα του το σύνδρομο της έλλειψης αλκοόλ, οπότε δεν άντεξε άλλο και γιόμισε ξέχειλα ένα νεροπότηρο ούζο, προσφορά στην ομάδα απ’ την ποτοποιία «Παλμούτσος και Πιππής».

– Γειά χαρά νταν. Προπίνω εις ευημερίαν των παρισταμένων.

– Θράσο μου, είσαι ανεχτίμητος, τρίφτηκε πάνω του η Ζία. Τι μυώδη, που ’ναι τα ποντίκια σου!

– Σηκώνω βαράκια, κορδώθηκε. Μετά άρχισε να προγεύεται ό,τι έβλεπε μπροστά του. Δεν δίστασε δε και σε δεδομένη στιγμή να μεζεδιάσει πέντε κιοφτέδες μονοκοπανιά! Η Ερνούλα όμως πήρε άνθιση και του ’ριξε βλέμμα σκέτο φαρμάκι, βγαλμένο λες, απ’ τη βιτρίνα του … Καρβώνη!

Ο Θράσος ένιωσε τα ποδάρια του να κόβονται και παραλίγο να πνιγεί με τη μπουκιά του …

– Γιατί τάχα βήχεις, Θράσο, του ψιθύρισε μοχθηρά.

– Μου στάθηκε ένα ψίχαλο στο φάρυγγα, μητέρα …

– Ψαραγκάθι να σου σταθεί να γλυτώσω, π’ ανάθεμά σε!

===

– Κύριε Θράσο, τυγχάνω κρυφή σας θαυμάστρια, του εκμυστηρεύεται η Ζουζού, ακουμπώντας το πόδι της στο δικό του.

– Κι εγώ, κι εγώ, φωνασκούνε τ’ αποδέλοιπα παρτσακλά, ξεψαρωμένα απ’ το πιοτί!

– Τυγχάνω τραβηχτικός, δεν αντιλέγω, όμως αυτόγραφα διανέμονται μόνο εκάστην Τρίτη και Σάββατο …

– Ο Θράσος μας είναι περιζήτητος κόουτς, καμαρώνει ο πεθερός του.

– Αυτό δε μας το ’χατε γνωστοποιήσει …

– Σάλιωνε μολύβι και γράφε, Τζίμη, λέει ο Θράσος στο στενό του συνεργάτη, το μπαξεβάνη. Προαλείφομαι για προπονητής του «Άρη Σύρου», να ’χετε υπόψη σας!

– Ένας τέτοιος μάνατζερ τώρα!

– Έχω το προβάδισμα!

– Και με τι νταραβερίζεσαι γενικώς;

– Σπογγαλιεύς και αυτοδύτης έκπαλαι, κυρία μου. Μην κοιτάτε το σημερινό μου στάτους …

– Άφησε τα σάπια Θράσο, υποτονθορύζει η Ερνούλα και αναγκάζει το μεγάλο αγγόνι της να του ρίξει κλωτσιά στο καλάμι!

– Ανάγωγο παιδί, ζοχαδιάζεται ο Θράσος και τον αμολάει φάπα ήπια, για έλλειψη σεβασμού τέκνου προς γονέα!

===

Προηγήθηκε οσμή από άρωμα ροσμαρί και εμφανίστηκε η τραγουδίστρια, που τη βλεφάριασε ο Θράσος και του ’ρθε μαλιχουλές! Ο Ζεβανζέλ, σωστός αμφιτρύωνας την προσκάλεσε να καθίσει.

– Ελάτε καλέ, στο τραπέζι μας να αρτύσετε κατιτίς …

– Πολύ ευχαρίστως …

– Έκατσε σταυροπόδι σε μια καρέκλα ανάβοντας τσιγάρο με φίλτρο …

Ο Θράσος διέλαθε της προσοχής Ζίας και Ερνούλας και την ακοστάρησε προσφέροντάς της έναν κεσέ γιαουρτλού κεμπάπ.

– Φάτε αδιστάχτως μανδάμ. Είναι προϊόν παραγωγής μας!

– Είστε λίαν ευγενής, κύριε Θράσο …

– Αποθυμώ διακαώς να σας φχαριστήσω. Δοθείσης όμως της ευκαιρίας δεν μας άδετε α-καπέλα κάτι απ’ τον τελευταίο σας δίσκο;

– Πού, εδώ; Τι λέτε καλέ; Με δεσμεύει το κοντράτο μου!

===

Οι αγριοφωνάρες, που ακούστηκαν, ανήκαν στον πλανέμπορο … εντιμότατο κύριο Αραμπά, που είχε σεντονιάσει ’μπόρευμα ίσαμε ένα περίπτερο και το τσούλαγε στους μαχαλάδες!

– Πάρε γοργόνα, χράμιααα. Πάρε κουβέρτες καμιλό κι ανατολίτικα κελίμιααα. Πω, πω, πω, τι έχω σήμερα!

– Πιο σιγά, βρε κακοχρονονάχεις και θα μου ξυπνήσεις το βρέφος, τον αποπήρε η κυρά Καλομοίρα απ’ το παραθύρι της.

– Μεροκάματο βγάζω, κερά μου. Άμε να στρώσεις κάνα κρεβάτι …

– Θα σου ρίξω νερό πηγαδίσιο αν συνεχίσεις …

– Κουβαρίστρες, βρακοζώνες, τσιμπιδάκιαααα … τις γεναίκες τις αλλάζω με μανταλάκιααα … Έχω και κάτι λαθραία … Αυτό το είπε σιγά. Ήτανε παραφορτωμένος με ταπέτα και είδη προικός, ενώ πίσω του έτρεχε η γυναίκα του η Ευδοξία ξεμαλλιασμένη και ασθμαίνουσα μη λάχει και δεν τον προκάνει και της τον… ξελογιάσει καμιά άλλη τον … καραμπουζουκλή της!

Πλησίασε τα τραπέζια του τσιμπουσιού και απόθεσε χάμω το μπόγο του. Το κεφάλι του ήτανε κουρεμένο, πόμολο! Το ντύσιμό του ακαλαίσθητο, όμως τα δάχτυλά του τίγκα στο μάλαμα!

– Τέτοια ν’ ακούω πάντα, μάστρο Βαγγέλη …

– Να ’σαι υγιής, ασίκη μου Αραμπά. Τι κάνει η Βδοξία;

– Τι να κάνει η ταλαίπωρη. Τρέχει … και δεν φτάνει!

– Κόπιασε να σε φιλέψουμε κάτι για το καλό …

– Μην τον πιέζεις τον άνθρωπο, Βαγγέλη, άμα δεν θέλει να φάει, μπήκε στη μέση η Ερνούλα …

Του προσφέρανε ένα ποτηράκι ούζο σκέτο και ο Θράσος τον πήρε παράμερα …

– Έχω να σου ψιθυρίσω κάτι φωνήεντα, Αραμπά …

– Δεν απορπατάμε λίγο να χωνέψεις και τα λέμε καθ’ οδόν;

Αλαργάρανε με βάδισμα γοργό. Μπροστά γκεσέμι ο Αραμπάς και ξοπίσω του ο Θράσος με τη φόρμα την αθλητικιά και το … κύπελλο από μέσα, ενώ η Ευδοξία είχε απομακρυνθεί, διότι λόγω κεκτημένης ταχύτητας είχε παρακάμψει τον τόπο του συμποσίου και είχε βρεθεί πενήντα μέτρα πιο κάτω, κοντά στο μανάβικο του Τσικουδιά! Μόλις όμως το αντιλήφθηκε … έκανε αμέσως μεταβολή και άρχισε πάλι να τρέχει!

Ο Τζίμης ο μπαξεβάνης, που είχε κατεβάσει μερικά ποτηράκια παραπάνω, βλέποντας την όλη σκηνή, αλλά και τον όγκο κάτω απ’ τη φόρμα του Θράσου, εξαιτίας του κυπέλλου, έβγαλε την τραγιάσκα του και σταυροκοπήθηκε με κατάνυξη!

– Για κοίταε, ρε! Η Ζία είναι σ’ ενδιαφέρουσα και η κοιλιά … του Θράσου φουσκώνει! Βρε κάτι μυστήρια πράματα!

===

Αραμπάς και Θράσος προχωρήσανε μουγκάτα ως την αλάνα του Ντρούτζη. Ξοπίσω τους ρολάριζε η Ευδοξία στο ρελαντί και με πρώτη!

Σαν είδανε πως δεν υπάρχει ψυχή ζώσα στα πέριξ, ο Αραμπάς άνοιξε φύλλα …

– Με τι ακριβώς καταγίνεσαι τώρα, ρε Θράσο;

– Ποτίζω … τις μπιγκόνιες, του απάντησε συνθηματικά …

Ο Αραμπάς έδειξε σκεφτικός για λίγο. Ύστερα κούνησε πέρα – δώθε τη γκλάβα και είπε:

– Πολύ τσαούσα, αδρεφάκι μου η πεθερά σου!

– Ανάλογα με τα φεγγάρια της είναι …

– Ποιά φεγγάρια της ρε, που εγώ μαθαίνω, πως σ’ έχει κάνει τσιβερμέ. Ντροπή σου!

– Είναι να μη μπεις στο στόχαστρο, Αραμπά. Άσε που μ’ έχει ψοφήσει στη μαμαλίγκα. Τσιτσίρισμα σου λέω!

– Όρθωσε ρε, τ’ ανάστημά σου, κοτζάμ ντερέκι, προσπάθησε να τσιγκλίσει το Θράσο, για να τον εξαγριώσει και να τονε … ρίξει στην τιμή του βάζου!

– Θα τα κακαρώσει οσονούπω, η τσουράπω! Δε βάφω εγώ χέρι κόκκινο …

– Μη λάχει και της χαριστείς, θα ’ναι σε βάρος σου …

Ο Θράσος είχε κορώσει ήδη με τούτα τα λόγια τ’ αγγιχτικά.

– Καμιά ώρα θα την πετάξω στο χαντάκι …

– Χαντακώθηκες εξαιτίας της, ρε παιδί μου!

– Θα τηνε κατακρεουργήσω, στο σταυρό που σου κάνω! Τηνε προορίζω για αναλώσιμο υλικό. Η εκδίκηση τρώγεται κρύα!

– Τώρα μιλάς με σύνεση!

– Και ύστερα θα τηνε θάψω στο σαρδελοβάρελο …

Ταυτόχρονα πέρασε τρέχοντας από δίπλα τους η Ευδοξία.

– Άστηνα. Αυτή δεν πρόκειται … να σταματήσει, γέλασε ο Αραμπάς. Τη βλέπω να καταλήγει … στον Άγιο Παντελεήμονα! Και πλησιάζοντάς τη, της έδωσε ένα δίφραγκο … ν’ ανάψει με την ευκαιρία ένα κεράκι στην εκκλησιά και για κείνον!

===

Η Ζία κοίταξε προσεχτικά το τραπέζι και διαπίστωσε την απουσία του Θράσου. Γύρω της όλοι τρώγανε και πίνανε μέσα στην καλή χαρά. Όμως της ίδιας απ’ το σημείο αυτό και ύστερα δεν της πήγαινε μπουκιά κάτω! Έπρεπε ανυπερθέτως να μάθει, πού πήγε το ταίρι της. Εξάλλου, η ιστορία η πρόσφατη με δαύτη την αντροχωρίστρα τη ντιζέζ, την είχε κάνει καχύποπτη. Έβγαλε την ποδιά της και τράβηξε προς του Φυσαέρη το μανάβικο. Ίσως να ’χε πάει εκεί ο καλός της ν’ αγοράσει τίποτις ζαρζαβάτια για συμπλήρωμα στο τραπέζι.

===

Μετά τα προκαταρκτικά ο Αραμπάς ενδιαφέρθηκε να δει το σκεύος.

– Τό ’χεις κοντά σου, ρε;

– Εμ τι, για πλάκα παριστάνω τη … γκαστρωμένη; Το μετρητό να πέσει ντούκου …

– Έχει καλώς και τσίμπα μια μπαγκανότα. Δώκε μου το τώρα να το περιεργαστώ στο φως της ημέρας …

Ο Θράσος είδε πως του είχε ρίξει μόνο πεντακόσιες …

– Για χήνα καφετιά ορίτζιναλ, ξηγηθήκαμε, Αραμπά και όχι για λαχανο-ντολμά, που μου δώνεις …

– Προσμετρώ και τα διαφυγόντα κέρδη, Θράσο…

– Ξηγηθήκαμε για χίλια ακατέβατα. Το παίρνω και ορεβουάρ …

– Είπα, ξείπα! Και ρευστόν έτερον … τσιρίσι! Τα έχω στον τόκο …

– Φύσει αδύνατον. Δεν το σφυριάζω ’γω για ψίχουλα …

– Με τσαλαπατάς! Να επανέρθουμε εχ μηδενικής βάσεως;

– Σε αφτιάζομαι …

– Τσίμπα άλλες εκατό και να δώκουμε τα χέρια …

– Ούτε με σφαίρες!

– Άντε, άλλες διακόσες. Αφ’ το στέρημά μου σε πλερώνω …

– Χειμάζομαι, Αραμπά. Χίλιες στο ατάκα κι επί τόπου …

– Έλα στα συγκαλά σου! Να, πάρε οχτώ παπάδες κι έχε την ευλογία τους …

– Τούτου δοθέντος υποχωρώ στις εννιακόσιες …

– Μη μου κόβεις τώρα λουρίδες, ρε! Μη μου αρουφάς το αίμα. Έλεος!

Τότε ο Θράσος, για να τονε δελεάσει έλυσε την ταργαζίκα.

– Βλεφάριασέ το στο φως. Τέκικο δεν είναι; Φτου, φτου να μην το αβασκάνω!

– Ολράϊτ, επισφραγίζω στα εννιά, είπε ο άλλος με βιάση …

– Συν το τραπέζωμα, που μου’ ποσκέθηκες. Μην το αλησμονάς …

– Ο λόγος του Αραμπά είναι συμβόλαιο και κώδικας τιμής!

Τότε ο Θράσος του το πασάρησε.

– Καμάρωσέ το! Φουρφουρένιο πράμα, ψιλοδουλεμένο στο χέρι!

Ραΐζει η καρδιά μου, που τ’ αποχωρίζομαι …

– Για τη μάσα δεν δώκαμε στίγμα …

– Να ορίσουμε Πέμπτη μεργιά;

– Ναι γειά, να ξεδώσουμε και κομμάτι …

– Εγώ θάλεγα, Θράσο, να κουβαλούσαμε και τις κεράδες, έτσι για να συσφίξουμε τις σχέσεις αναμεταξύ μας …

– Συ την εδικιά σου Αραμπά, πάρτηνα άμα γουστάρεις. Εγώ πάντως τη Ζία δεν την κουβαλάω μέσα σε καταγώγια … ανύπαντρο κορίτσι!

– Φέρε τουλάχιστον τα πεθερικά σου για τζερτζελέ. Γούστο θα ’χει!

– Άσε να το ’πεξεργαστώ πρώτα.

– Ας είναι. Πάντως άμα ’πιτύχεις κάνα τζιβαερικό απ’ την πεθερά σου, εδώ είμαστε μην το ξεχνάς. Το κατάστημα … διανυχτερεύει!

– Θα δω τι μπορώ να κάνω, δεν στο υπόσχομαι …

Ο Αραμπάς σακούλιασε το βάζο κι έβαλε πλώρη για το τσαρδί του, διαλαλώντας την πραμάτεια του.

– Ζέρσεϊ και τεριλέν έχωωω. Έλα να πάρεις γοργόναααα …

===

Η Ζία είχε φτάσει στα όριά της πλέον! Εδώ και μια ώρα έψαχνε στους δρόμους να βρει τον Θράσο. Ρωτούσε δεξιά κι αριστερά, αλλά κανένας δεν ήταν σε θέση να της δώσει μια θετική απάντηση.

Όλως αιφνιδίως τον είδε να βγαίνει πασίχαρος από κάποιο στενό.

– Έξω φτώχεια, της ανακοίνωσε άμα τη εμφανίσει …

– Θράσο μου, με τρομοκρατείς και με βάνεις σε σκέψεις …

Αυτομάτως ο Θράσος ξετσέπιασε ’κοσάρι κέρμα και της ξηγήθηκε γενναιόδωρα.

– Να κάνεις λούσα!

– Πού το βρήκες, Θράσο, ένα τέτοιο ποσόν, ρώτησε ανήσυχη …

– Άδηλοι πόροι! Θα σε κάνω βασίλισσα, θα σου αγοράσω ψυγείο ’λεχτρικό. Σε χασεδένια σεντόνια θα σ’ έχω να ξαπλάρεις!

Η Ζία, που γνώριζε περί βάζου, κατάλαβε αμέσως ποιά ήτανε η πηγή των εσόδων του.

– Και η μαμά;

– Μη σκιάζεσαι, θα τη φέρω σεντόνι! Πάαινε τώρα στο τσαρδί να μπουκώσεις τα σπλάχνα κι έχει ο από Πάνω!

===

Καθώς είχε βαρυοφάει ο Ζεβανζέλ, ρευότανε θορυβωδώς.

– Σχωρνάτε με, είπε στους συνευοχούμενούς του. Τραβάω μια μικρή τσάρκα περί χώνεψη. Σεις χλαπακιάστε κατά βούληση …

– Κάνε δουλειά σου, γέροντα …

Σε πενήντα μέτρα τρακάρησε τη Ζία.

– Μπας και πήρε το μάτι σου τον Θράσο, κόρη μου;

– Τον είδα προς στιγμή να κουνουστίζει με τον πλανόδιο Αραμπά …

– Τον Αραμπά, είπες; Τι γυρεύει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;

– Μου ’πε, πως θα πηγαίνανε να πιάσουνε … το Μάη!

===

Ξέκρινε το Θράσο από μεγάλη απόσταση να βαδίζει αναμαλλιασμένος και να παραπαίει.

– Απ’ το πολύ πιόμα θα ’ναι, καθησύχασε τον εαυτό του. Θα του περνούσε όμως αν έπινε ένα στυμμένο λεμόνι με σόδα. Όμως σαν ζύγωσε στα δέκα μέτρα και διαπίστωσε πόσο αλλοσούσουμος ήτανε, έτσι όπως χτύπαγε με απόγνωση τις απαλάμες του απάνω στους μηρούς, αιστάνθηκε και ο ίδιος το κακό να του βαράει την πόρτα!

– Ήρθαμε τούμπα, πατέρα …

– Μη με πιλατεύεις και μίλα …

– Το κύπελλο, πατέρα. Το κύπελλο … χάθηκε ως δια μαγείας!

– Ρε, μη με λωλαίνεις κι έχω φάει …

– Το ’χα ακουμπήσει σ’ ένα πεζούλι, που να ’τανε μαύρη η ώρα, να πάω περί σωματική μου ανάγκη. Επιστρέφοντας όμως, κοιτάζω και το κύπελλο είχε γίνει … καπνός! Κόντεψα να κρεπάρω, πατέρα!

– Όϊ !

– Ψάχνω εδώ, ψάχνω παραπέρα, δε βαριέσαι. Τώρα βαράω το κεφάλι μου, που δεν το κράταγα μαζί μου …

– Άχου!

– Στοιχειωμένος ήτανε ο τόπος; Τι να πω κι εγώ! Το κρίμα στο κεφάλι μου, πατέρα. Μέα κούλπα!

– Δε χωράω, ρε στο πετσί μου! Το καταλαβαίνεις; Πώς θα το ξεστομίξω της Ερνούλας τώρα, που θα με φάει με τα κόκκαλα     ;

– Επέπρωτο να το ζήσουμε και τούτο, πατέρα …

– Πάω για φούντο στη θάλασσα. Και τονε δίνει και έξι δύναμη τον καιρό!

– Θα αυτομαστιγωθώ δημοσίως, στο ορκίζομαι. Θα γίνω παρανάλωμα του πυρός, αν αυτό πρόκειται να σ’ ανακουφίσει προσωρινά …

– Βαίνω κατά κρημνού εγώ και όλο μου το σόι!

– Συμπάσχω, πατέρα …

– Τρέμω σύγκορμος ρε, το αντιλαμβάνεσαι;

– Προτίθεμαι να πάω να ξανακοιτάξω. Με καθαρότερο μάτι πλέον …

– Μαύρη ερπίδα μου δώνεις. Τώρα με την άλληνα έχει να γίνει το μάλε – βράσε!

– Ευλαβούμαι την αγωνία σου, πατέρα! Εξωγενείς παράγοντες εν τούτοις …

– Αψηλώνει ο νους και ο λοϊσμός μου!

– Τίλλω τας τρίχας της κεφαλής μου προς συμπαράσταση …

– Φεύγω για το σπίτι. Πάω να κρεμάσω τα κρέπια …

– Χαμοκυλιέμαι, πατέρα. Μού ’μεινε όμως … το περιτύλιγμα του βάζου …

– Είναι μια παρηγοριά και τούτο …

===

– Μαμά, καλέ μαμά, ο κύριος Τζίμης, ο μπαξεβάνης, ’ποθυμάει να σου μιλήσει τετ – α – τετ …

– Μμμμ, αποθυμιά τον είχα και δαύτονα …

– Είναι, λέει, πολύ επείγον …

– Καλά, πες του να περάσει και φύγε κλείνοντας την πόρτα …

Ο Τζίμης μετά το μεγάλο φαγοπότι είχε καταλάβει, πως ο Θράσος κάτι μαγείρευε πίσω απ’ την πλάτη του πεθερού του. Είχε ανθιστεί γκρόσο – μότο, γιατί κουτός δεν ήτανε, τα πάντα περί βάζου και ένιωθε, όσο να πεις, ριγμένος! Εκ παραλλήλου δε, εχτιμούσε την οικογένεια του Ζεβανζέλ κι αν κάτι θα ’πρεπε να μάθουνε, θα το πληροφορούνταν απ’ τον ίδιο!

Όταν λοιπόν η Ζία του είπε να μπει, έδεσε τη μαναβοποδιά του την καρό στη μέση του, για να μην του πέφτει το ντρίλινο παντελόνι, ήπιε κάμποσες γουλιές απ’ το μπουκάλι το κρασί, που κουβαλούσε πάνω του, ένιωσε την αυτοπεποίθησή του ν’ ανεβαίνει κατακόρυφα και πέρασε στον οντά της Ερνούλας, βαστώντας σεβαστικά στα χέρια την τραγιάσκα του …

– Ώρα καλή, κερά Ρνούλα. Τι χαμπάρια;

– Καλά και περίκαλα, Τζίμη παιδί μου. Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στο φτωχικό μου;

– Έχω ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη! Τηνε πλησίασε για να της το εκμυστηρευτεί στο αφτί …

– Αλάργα …

– Με κάνεις, κυρά, να νιώθω ανεπιθύμητος! Αιστάνομαι σαν παρίας …

– Παράτα αγροδίαιτε, τα παλαβά που ξέρεις, γιατί έχω πολλά ράμματα και για τη δικιά σου τη γούνα!

– Εντάξει, εντάξει, μη νευριάζεις και είσαι και γριά γυναίκα! Δεν μου λες, είχες ποτέ στο σπίτι σου κανένα βάζο από φίλντισι;

– Ανάκριση μου κάνεις; Και βέβαια έχω …

– Τώρα όμως … από ’δω πάνε κι άλλα!

– Μίλα ντόμπρα. Θέλω σταράτες κουβέντες …

– Ξέρω κάτι, που μου καίει τα σωθικά και ’ποθυμάω να στο μολοήσω … Το λεπόν … έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα και πασαλιμανιώτικα! Και της τα ’δωσε όλα χαρτί και καλαμάρι!

Με τον τρόπο αυτό, ο Τζίμης, εκδικούτανε τον Θράσο για τα δανεικά και … αγύριστα, που του είχε δώσει κατά καιρούς … Η Ερνούλα, τη στιγμή εκείνη … έτρωγε σίδερα!

– Τι μου λες Τζίμη; Πω, πω, όλοι κάνανε φράξια αναντίον μου! Δεν αντέχω, παιδί μου, σφυρίζουνε τ’ αφτιά μου …

– Εγώ θεώρησα χρέος μου να σε προϊδεάσω …

Έκανε πέτρα την καρδιά της και καμώθηκε την αδιάφορη. Δεν παρέλειψε ωστόσο να του απονείμει τα εύσημα.

– Η πράξη σου Τζίμη, είναι θεάρεστη! Και να ’ρχεσαι όποτε θέλεις να τρως καραμέλες τζάμπα…

– Διατελώ μετά τιμής …

Τάκης Κυριτσόπουλος