Αναγνώριση
24 Ιουνίου 2024
Ο Φετουρής
25 Ιουνίου 2024

ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

TO ΣΟΥΠΕΡ ΔΩΡΟ …

Η Ερνούλα κάθεται στην κρεβατοκάμαρή της και καπλαντίζει το κάλυμμα του παπλώματός της με πατικοβελονιές.

Αξάφνου, αγροικά ένα δυνατό χτύπο στην πόρτα της, που την κάνει να πάει και να ’ρθει αλάκερη! Απ’ το τράνταγμα το ζουμπερέκι ξεκολλάει και πέφτει καταγής!

Δεύτερο χτύπημα, λάχτισμα για την ακρίβεια, κάνει την πόρτα να ξηλωθεί απ’ τους μεντεσέδες και να καταρρεύσει! Στο άνοιγμά της εμφανίζεται ο Θράσος, ο γαμπρός της. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα απ’ το μεθύσι, η μούρη του αξούριστη και βλοσυρή, ενώ στις άκριες των χειλιών του φιδοκυλάνε αφρίζοντα ρυάκια σάλιου!

Έχει το βλέμμα απλανές, τη γραβάτα του λασκαρισμένη, τα μανίκια του ανασκουμπωμένα και εκστομίζει μεγαλόφωνα ασυνάρτητες φράσεις!

– Πώς τολμάς, αλήτη;

Ο Θράσος τότες μουντάρει και τη γραπώνει απ’ το λαιμό …

– Όχεντρα, αποθνήσκεις!

Η πεθερά του αντιδρά ενστικτωδώς, βάζοντας για προπέτασμα μπροστά της, την πελότα, το μαξιλαράκι που έμπηχνε τις καρφίτσες και τις βελόνες.

– Δε με σκιάζεις, βρυχάται και μια ρίζα δοντιού, που της έχει απομείνει, πάει και καρφώνεται στον καρπό του Θράσου!

– Ωχ, μ’ απόθανες! Αλιβάνιστη θα σε ξαποστείλω! Μοναχά … καρβουνάκια θα ’χει μέσα το θυμιατήρι!

– Ξεκουμπίσου βρε, γιατί θα καλέσω την κλούβα …

– Αμάν, θα σε ξεντερίσω, καρακαλπάκα (γυναίκα ελευθερίων ηθών).

– Σιγά τα αίματα!

– Θα σε καδρονιάσω βαμπίρ, ουρλιάζει και της καταφέρνει γαϊδουροκαμπανάτη κατακέφαλα …

Στο χτύπημα τούτο η Ερνούλα βλέπει το άστρο της Τραμουντάνας και το νεφέλωμα της Ανδρομέδας στη συσκευασία του ενός!

Ο Θράσος συνεχίζει να δέρνει αδιακρίτως!

– Θα σου φάω το σπληνάντερο, γραΐδιο του κερατά!

Το πρόσωπό της τώρα έχει γίνει σαντρέ! Φόβος και περίτρομος την καταλαμβάνουν …

– Λυπήσου με, αλλάζει τακτική, είμαι μια φιλάσθενη γυναίκα …

– Θα πετάξω τις σάρκες σου βορά στα χασαπόσκυλα!

– Σεβάσου τα βαθιά μου γεράματα, Θράσο, παιδί μου …

– Σιωπή, θα σε βαρέσω με τη σανιδόσκαλα προς παραδειγματισμόν.

Της ξηγιέται αεροπλανικό κόλπο και την πετάει κατάχαμα! Εκείνη απ’ τον πανικό της έχει μαραγκιάσει!

– Έλεος, προσπέφτω στα ποδάρια σου. Κάνε μου μια … ένεση ευθανασίας να ησυχάσω …

– Ρε, θα σε στουμπίξω στο γουδί! Με σακουλεύεσαι;

Βγάζει συρτάρια απ’ τη σιφονιέρα και αρχίζει να της τα σαβουρντίζει …

– Γδικιωμός, αλαλάζει. Τώρα ο Θράσος θέτει τη σφραγίδα του!

Στην τέταρτη σαγονιά η Ερνούλα ρεκάζει. Ο γαμπρός της τηνε ποδοκυλάει μέχρι το πλυσταριό.

– Σταμάτα, γιέ μου, και θα σε βαγιοκλαδίζω στο διηνεκές. Προτείνω συνδιαλλαγή … διαρκείας …

– Πολύ αργά. Λέγε, τι έχεις να μου γράψεις;

– ’Κείνο ’κει το βιράνι στον Αξό, δωρεά θείας αποθανούσης από μηνιγγίτιδα …

– Δεν μου αρκεί, της απαντά με δαγκωνιά στον ώμο.

– Και το μπαΐρι στον ποταμό του Βαρδάκα, χαλάλι σου, βιάζεται να προσθέσει …

– Θα σε τεμαχιάσω … δίκην λακέρδας! Παίζεις το στερνό σου χαρτί!

– Μου διέφυγε στην ταραχή μου μέσα και το αμπελάκι στα Τρία Λαγκόνια …

Ο Θράσος δεν δείχνει να ικανοποιείται με τα παραπάνω.

– Πρόστεσε ζιμπούτια και μπελεζίκια, γιατί θα φας το ξύλο της αρκούδας!

– Έχω κι έναν τσεβρέ, πανωπροίκι του γάμου μου αν τον θέλεις …

– Με δουλεύεις; Πες το ύστατο χαίρε, π’ ανάθεμά σε …

– Και όλα όσα βρεις μέσα στο μπεζαχτά, για πάρτη σου, γιέ μου. Μαζί μου θα τα πάρω; Έλα, Παναγία μου!

– Αν ψεύδεσαι σου βάζω δυναμίτη στο μπούστο μέσα …

Η Ερνούλα έχει κατουρηθεί απάνω της! Πλέον συνδιαλέγεται με τον Θράσο μόνο στη … νοηματική γλώσσα!

– Λάβε και το … επιδόρπιο τώρα …

Και της αμολάει κουτουλιά υπογνάθια, μελετημένη, που την αφήνει κατάκοιτη!

– Και μην το χρεώσεις τούτο το στερνό. Είναι … κέρασμα του Θράσου

—-

Ταυτόχρονα, στο παραδίπλα δωμάτιο, ο Θράσος … κοιμάται και χτυπάει με τις γροθιές το αχερόστρωμα βλαστημώντας … Βρίσκεται σε φάση ρεμ του ύπνου και βλέπει … πως έχει ρουμπώσει την πεθερά του και τη δέρνει ανηλεώς!

Αναπάντεχα όμως δέχεται γερή κλωτσιά στη νεφραμιά κι αναστενάζει. Ανοίγει με κόπο το μάτι του το καλό και βλέπει … την Ερνούλα από πάνω του!

– Ρε κατάρα, σκέβεται, να βλέπεις εφιάλτες στο όνειρο, να βλέπεις και στον ξύπνιο σου;

Αυτοσυγκρατιέται όμως και καμώνεται πως ροχαλίζει, γυρνώντας απ’ την άλλη πάντα. Ξανατρώει τακουνιά στον αστράγαλο και πάει να του σαλέψει!

– Τι χτυπιέσαι ρεμάλι, αφόσον και δεν κοιμάσαι;

Αναστενάζει και παριστάνει τον ψόφιο κοριό προς παραπλάνηση.

– Ποιάνε έβριζες, βρε σουρουκλεμέ, τόση ώρα που σ’ ακούω;

– Τον … έξω αριστερά της ομάδας μας, μητέρα …

– Ρε, δεν απαρατάς τα σάπια; Ξυπνητός ήσουνα, σε παρακολουθούσα μετά προσοχής. Πρόσεξε καλά, γιατί θα σε στείλω για τσεκάπ!

– Αντιθέτως, όλως περιέργως σας ονειρευόμουν …

– Ολοκλήρωνε, γιατί δεν ανταγιαντώ να ’χω πολλή ώρα το χέρι μου … μετέωρο …

– Έβλεπα, λέει, πως ήσασταν γριπιασμένη στο κρεβάτι του πόνου και σας γιατροπόρευα ως αδερφή του Ελέους!

– Θα σου ’ρθει καρεκλάτη αν συνεχίσεις. Δεν πάω καλύτερα να με … γιατροξαποστείλει … ο Αδερφός Νοσηλευτής;

– Παραξηγήσατε τις αγαθές μου προθέσεις, μητέρα …

– Τα λόγια περιττεύουν …

Αρχινά να τον γιεβεντίζει με ακατονόμαστες βρισιές. Πικρό φαρμάκι στάζει η γλώσσα της!

– ’Μένανε βρε, πας να κογιονάρεις, που σου παραχώρησα τσαρδί να ταβανιάσεις;

– Εξεναντίας! Η ευγνωμοσύνη μου απέναντί σας θα είναι επέκεινα του κόσμου τούτου, του μάταιου!

– Σκασμός σκυλί! Καιρός είναι να σου δώκω … το σιχτίρ – πιλάφ, που κατάντησε το σπιτικό μου κηφηνοτροφείο! Αλλά έγνοια σου, όπου να ’ναι εκπνέει το διαμονητήριο, βδέλυγμα της κοινωνίας!

– Ο Θράσος είναι αμνός Κυρίου και πάντοτες κήδεται των συμφερόντων σας! Αυτό μόνο να ξέρετε …

– Σήμερις κιόλας θα σε ’ξοβελίσω ’γω καταχανά. Δε θα φτουρίσεις!

Η Ερνούλα βγαίνει βαρώντας με δύναμη πίσω της τη δίφυλλη ντουλάπα και ο Θράσος απ’ τη ζοχάδα του πέφτει στη γόπα να ντουμανιάσει και κατόπιν παίρνει τα μούτρα του και κόβει λάσπη απ’ το κιούγκι! Φεύγοντας του ’ρχεται και τσόκαρο δεξί στο κεφάλι!

– Ωχ, μ’ έφαγες μπαμπέσικα, θρηνολογεί.

Τότε εμφανίζεται ο Νώντας ο χαμάλης.

– Άκουσα νταντανά και σάλταρα για ’ποστήριξη, Θράσο μου. Τι έπαθες ρε;

– Μου φάγανε … κάτι δεδουλευμένα. Απ’ το Θεό να το ’βρούνε!

– Ρε μπας και τσακώθηκες πάλι με τη γριά και σε καταχέριασε ως συνήθως;

– Φαντασιώσεις σου θα τις έλεγα …

– Τότες, γιατί βγαίνοντας απ’ το τσαρδί … βάσταγες τη γκλάβα σου και φώναζες «ωχ;»

– Για να εννοήσουνε όλοι πως μετά από κάθε μαλλιοτράβηγμα μαζί της, ο Θράσος λέει πάντοτες την … τελευταία λέξη!

—-

Σαν άνοιξε τη Δευτέρα το πρωί το κατάστημα ο Ζεβανζέλ, πρωταρχική του μέριμνα ήτανε να γεμίσει με νέο πυρήνα το μαγκάλι, μολονότι σε λίγες μέρες έβγαινε … ο Ιούνιος!

Το άναψε και ύστερα από ώρα, αφού χώνεψε για τα καλά η θράκα και ανάδινε μια … γλυκιά θαλπωρή, τοποθέτησε ένα αλουμινόχαρτο στο κέντρο και γύρω του κάπου εφτά λεμονόκουπες στυμμένες. Έχοντας δε και μερικές συκοτσαπέλες στην καβάντζα, σκέφτηκε να τις ψήσει στη χόβολη του μαγκαλιού. Τις ντάνιασε απάνω σε μια μπρούντζινη μασιά και σε δέκα λεπτά μοσκοβολούσε ο ρούκουνας ολάκερος!

Κατάπιε τα σύκα αμάσητα και ακούμπησε στη σποδιά ένα καφεδόμπρικο ψήνοντας έναν γιαβάσικο γλυκύ βραστό με «ολίγην». Γιόμισε ξέχειλα μια τσάσκα με τον μυρωδάτο καφέ και αρχίνηξε να τονε αρουφάει με μακρόσουρτες ρουφηξιές.

– Αααχχχ!

Σε λίγο περάσανε οι γείτονες για τα αποδέλοιπα συχαρίκια …

– Νίκες και μόνο νίκες ν’ ακούμε, γέροντα, να ευφραινόμαστε!

– Να ’στε καλά συνάνθρωποι. Κοπιάστε να σας τρατάρω …

Μετά ήρθανε οι γυναίκες, είδανε πως έλειπε η Ερνούλα και τραβήξανε για παρακάτω, να πάνε στου Κοκολάτου ή στου Αμερικάνου τα μαγαζιά, να πούνε τα δικά τους, να κουσκουσουρέψουνε … και να κάνουνε κουσέλια!

—-

Σε μισή ώρα μέσα έκανε την εμφάνισή της η Μοσχολουλουδιά με τον κανακάρη της.

– Γειά σου, μαστρο – Βαγγέλη, καλέ μου άνθρωπε…

– Γειά σου και σένανε …

– Θα ’θελα μισό πήχη δίμιτο να μου ’κοβες. Α, δώκε και τρεις «τύχες» στο μικρό, ξέρεις, εκείνες με … τις ποδοσφαιριστές μέσα …

Οι «τύχες» αυτές περιείχανε σταμπαριστές φάτσες των παιχτών της «Ελλάς» και του «Άρη», που ο Ζεβανζέλ είχε βάλει τον Γκίλα το φωτογράφο να φωτογραφίσει και είχανε γίνει ανάρπαστες στα παιδιά, δύο στο πενηνταράκι …

Ελάχιστες μόνο απ’ αυτές κερδίζανε κάποια φτηνά γλυκίσματα ή τενεκεδένια μπιχλιμπίδια ευτελούς αξίας, που ιδιοχείρως ανέγραφε στο πίσω μέρος τους η Ερνούλα.

Τις «τύχες» αυτές τις περιέβαλε βαθυγάλανο γυαλιστερό χαρτί, όσον αφορούσε την «Ελλάς» και κίτρινο καναρινί, όσον αφορούσε τον «Άρη».

Ο Ζεβανζέλ έβγαλε απ’ το τεζάχι το τόπι με το δίμιτο, μέτρησε μισό πήχη απ’ τον ώμο μέχρι την κλείδωση του χεριού του, τίμια πράγματα, και το ’κοψε με ξουραφάκι. Ύστερα, σήκωσε το κουτί με τις γαλάζιες «τύχες» και είπε στο παιδί να κλείσει τα μάτια και να τραβήξει δύο.

Άνοιξε την πρώτη «τύχη» ο μικρός αλλά … καμιά τύχη! Άνοιξε και τη δεύτερη, τίποτα, πέρα απ’ το γεγονός ότι βγαίνανε οι ίδιοι παίχτες κάθε φορά! Η μάνα δυσανασχέτησε τότε.

– Τι θα γένει, μαστρο – Βαγγέλη; Παίζουμε, παίζουμε και όλο … Γαλήδες και Χούληδες τραβάμε …

– Και τι θέλεις να σου κάνω ’γω, κυρά μου; Μέσα είμαι; Εξάλλου του Γκίλα … του τέλειωσε το φιλμ, καθώς φωτογράφιζε και πρόκανε να βγάλει … μόνο αμυντικούς!

– Έπρεπε να μας το ’λεγες αυτό …

– Ιδού· διάλεξε μια απ’ τις κίτρινες «τύχες» άμα σου κάνει κέφι …

Τραβάει μια με δύναμη ο πιτσιρικάς και πάει και του κάθεται … ένα Ψιψί του «Άρη». Όμως πίσω απ’ τη φωτογραφία αυτή υπήρχε … το σούπερ δώρο!

Ο Ζεβανζέλ αρχινά τότες να ξεριζώνει τούφες απ’ τα λιγοστά μαλλιά, που του ’χανε απομείνει, διότι τις «τύχες», που τύλιγαν ο ίδιος με την Ερνούλα, παραπλανητικά είχαν βάλει το σούπερ δώρο μέσα, παρουσία των παιδιών, προκειμένου να τα δελεάσουν!

Βέβαια, την τύχη αυτή, που την είχε ο ίδιος σημαδέψει, είχε πει στον Θράσο να την αποσύρει μετά, μην παθαίνανε καμιά κασκαρίκα! Όμως ο αλλοπαρμένος ο γαμπρός του, τα είχε όλα φορτωμένα στον κόκορα και ιδού τώρα το αποτέλεσμα!

Ο μικρός μαζί με τη μάνα του και κάποιους … βαστάζους, που προσέλαβε, του σηκώσανε … το μισό μαγαζί! Απέναντι δε, η Ερνούλα βλέποντας τα τεκταινόμενα … έριχνε στάχτες στα μαλλιά της!

– Βάϊ, μας μουφλάρανε!

Και σαν να μην έφτανε αυτό το κακό, όταν η Μοσκολουλουδιά έστρεψε στο φως του ήλιου το πανί που είχε αγοράσει, για να δει την ύφανσή του, τράβηξε λίγο πιο δυνατά το δίμιτο και ’κείνο σχίστηκε σαν χασές!

Νευριασμένη τότε το άρπαξε και το πέταξε πάνω στον πάγκο με τα μαντολάτα, λέγοντας:

– Πα να φύουμε, παιδάκι μου, γιατί όλα τα ’χουνε ψευτίσει εδώ μέσα! Άμα μας ξαναδείτε … να μας γράψετε!

—-

Περάσανε τρία τέρμινα ίσαμε να συνεφέρει ο Ζεβανζέλ από τον τζερεμέ που ’χε πάθει! Στο αναμεταξύ μαζεύτηκε όλου του μαχαλά το παιδολόϊ. Πιάσανε θέσεις γύρω απ’ το μαγκάλι το αναμμένο και ο Ζεβανζέλ αρχένεψε τα παραμύθια και τις βαρύγδουπες αφηγήσεις, με πρωταγωνιστή φυσικά νικητή και τροπαιούχο … τον εαυτό του!

– Και που λέτε, παιδιά μου, μια μέρα κατατρόπωσα εκειό τον όφι τον φαρμακερό, που ’χε ένα κεφάλι σαν … το μαγαζάκι μεγάλο και ένα σώμα με λέπια, από δω … ίσαμε την πλατέα και βάλε!

– Μας το ’χες διηγηθεί αυτό το κατόρθωμα και προχτές, μάστορα, πετάχτηκε ο Νικολής της χήρας. Όλο τα ίδια και τα ίδια μάς λες κάθε φορά. Πες μας τουλάχιστον για κείνο το αποφώλιον τέρας να φτιάξουμε κεφάλι …

– Εννοείς τότε στο Μισίρι, γιέ μου; Μα αυτό πό ’χα ξολοθρέψει ήτανε αντζέρι (δράκοντας), για να σου δώκω να καταλάβεις. Κι αν θέλεις να ξέρεις, χάρη στη σβελτάδα μου και στο τσαγανό μου γλίτωσε ένα ολάκερο χωριό απ’ το θανατικό!

—-

Ο Ζεβανζέλ έπιασε ένα κάρβουνο αναμμένο απ’ το μαγκάλι με τη μασιά και άναψε το τσιγάρο του. Όλα τα παιδιά κρεμόντουσαν απ’ το στόμα του τώρα.

– Αφηγήσου μας για ’κείνο το χαρέμι στην Ισκεντερία, γέροντα, ψιθύρισε ο Παντελής με λαγνεία στο μάτι τ’ αριστερό!

– Σουτ, θα με κάψεις έτσι και τ’ ακούσει η κερά…

– Καθαρίζει τώρα φασολάκια και δεν ακούει …

Για το φόβο των … Ιουδαίων ο Ζεβανζέλ βγήκε και πορπάτησε όξω στο καλντερίμι για καμιά δεκαριά μέτρα. Σαν επέστρεψε ήπιε μια κούπα νερό και ξεκίνησε:

– Είχα κάποιον αδερφικό φίλο, σεΐχη, στην Ισμαηλία. Μαζί τρώγαμε στο σαράϊ του, μαζί πίναμε, μαζί κάναμε τρέλες με … τις γυναίκες του!

– Αμάν, τέτοια λέγε μας!

Μου είχε απόλυτη ’μπιστοσύνη και πολλές φορές μου έδινε και το … κλειδί του χαρεμιού του. Έτσι περνούσα ζωή μαχαραγιά με όλα τα ουρί και τις οδαλίσκες!

– Ήτανε πιο ωραίες γυναίκες … απ’ την κερά ’Ρνούλα, ρώτησε αφελώς ο Γιώργης το Πικιουΐ … και έφαγε παστοκύδωνο στο μάτι!

– Όμως ο φίλος αυτός ήτανε φοβερός τζογαδόρος! Την εποχή εκείνη εργαζόμουνα ως αρχιγκρουπιέρης στο μεγαλύτερο καζίνο του Καΐρου. Ο σεΐχης ερχότανε κάθε βράδυ και έχανε τεράστια ποσά! Και ένα ωραίο πρωί απόμεινε απένταρος! Κατέφυγε σε φίλους και γνωστούς για δανεικά, αλλά βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές! Οι «φίλοι» και οι κόλακες όλοι είχαν εξαφανιστεί!

Και τότε ήρθε σε ’μένα, που τον συμβούλεψα τι έπρεπε να πράξει, προκειμένου να ξαναπάρει πίσω την χαμένη του περιουσία. Φυσικά οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες και το ρίσκο μεγάλο. Όμως ελόγου μου είχα την ικανότητα και ήξερα τον τρόπο να ελέγχω το μηχανισμό της ρολέτας και να τη σταματώ σε συγκεκριμένο νούμερο!

—-

Εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονταν εκείνο το βράδυ μέσα στο καζίνο και είχανε καταλάβει όλα τα τραπέζια.

Οι πολύχρωμες μάρκες σκέπαζαν τα νούμερα της πράσινης τσόχας. Άραβες με κελεμπίες, κυρίες με τσαντόρ και τα χέρια γεμάτα μπερκέτια όπου κρέμονταν σαν σταφύλια τα λιριά και τα πεντόλιρα, καθώς και παραλήδες με παπιγιόν και φράκα της φωτιάς, που μπαίνανε στο καζίνο και τους στρώνανε χαλί κόκκινο να πατήσουνε! Και το χρήμα να πέφτει ψιλόβροχο στα τραπέζια με τις ρολίνες, στο «μπλακ τζακ» και στον μπακαρά «α ντε ταμπλό»!

Ο Ζεβανζέλ, ως τοπ εξπέρ γκρουπιέρης, δούλευε μόνος του σε δικό του τραπέζι, όπου κουμάνταρε κατά τη ρότα του και δεν έφτυνε ψίχουλα! Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήτανε τσιρίμπασης στη δουλειά, βαστούσε μια εντιμότη και είχε πάντοτε το μουστάκι του καθαρό!

—-

Στις δώδεκα ακριβώς τα μεσάνυχτα μπήκε κάποιος με λευκή κελεμπία, λεπτό μουστάκι και φεγγίτες στα μάτια: Έριξε μια μπλαζέ ματιά τριγύρω και πλησίασε το τραπέζι του Ζεβανζέλ. Στο δεξί του χέρι κράταγε ένα μικρό δέμα. Έκανε υπόκλιση μεσανατολίτικη.

– Σαλάμ Αλέκουμ …

– Αλέκουμ Σαλάμ …

Ο Ζεβανζέλ τότε του ξηγιέται χαρτί ανοιχτό. Του ψιθυρίζει σιγά, τουμπεκίσια:

– Άκου και βγάλε τάρα. Ρίχτο το δέμα φουνταριστό απάνω στο δεκατρία, λόγω που ξέρουμε την πάσα φτιάξη …

– Ο Αλλάχ κι ο λόγος σου …

Κόσμος είχε περιζώσει τώρα τη ρουλέτα, όλοι έμπλεοι περιέργειας, για το τι περιείχε αυτό το μυστηριώδες δεματάκι!

Η μπίλια έφερε πολλές περιστροφές, ενώ όλοι κράταγαν την αναπνοή τους.

Όταν σταμάτησε η περιδίνηση, η μολυβένια μπαλίτσα ήρθε και «κάθισε» … στο δεκατρία!

– Κερδίζει το δεκατρία, τα μονά, τα μικρά, τα μαύρα, ανέκραξε στεντορίως ο Ζεβανζέλ …

Ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε απ’ τα στόματα όλων. Ο κερδισμένος παίχτης θα έπρεπε να πληρωθεί με ποσόν, που θα αντιστοιχούσε σε τριανταέξι φορές στην αξία αυτού που είχε ποντάρει στο τραπέζι.

Παρουσία του διευθυντή του καζίνου ανοίχτηκε το δεματάκι και όλοι με φρίκη είδαν, πως υπήρχε … ένα χέρι κομμένο απ’ τον καρπό! Ο φτωχευμένος πρώην σεΐχης, μη έχοντας τι άλλο να ποντάρει, έκοψε το ίδιο του το χέρι!

Τότε, η διεύθυνση του καζίνου αδυνατώντας να πληρώσει τον κερδισμένο … με τριανταέξι χέρια, αναγκάστηκε μετά από διακανονισμό μαζί του, να του καταβάλει ένα υπέρογκο χρηματικό ποσόν!

—-

– Και συ μαστρο – Βαγγέλη, ρώτησε το Μπουζουγλούμ, κέρδεψες τίποτις απ’ αυτή την ιστορία;

– Όχι μόνο δεν κέρδεψα, παιδί μου, αλλά μαθεύτηκε το μυστικό και με απολύσανε απ’ το Καζίνο, αφού πρώτα μου ρίξανε πέντε αραμπάδες ξύλο!

Τάκης Κυριτσόπουλος

* Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή και την είχε κάποτε διηγηθεί αυτολεξεί ο ίδιος ο Ζεβανζέλ στον γράφοντα και στα άλλα τότε παιδιά!