ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΠΑΜΕ ΝΑ ΞΕΣΚΑΣΟΥΜΕ;
Από τον Τάκη Κυριτσόπουλο
Μέρος Πρώτον:-
Ο Θράσος καθότανε στο σκεπαστό σαχνισί του σπιτιού και σχολίαζε με τη Ζία τους περαστικούς, πίνοντας τα μαλαχτικά του. Λίγο πιο πριν είχε περάσει από ’κει η Ερνούλα, που πάνω στη σικίρντισή της, για την περιπέτεια του Ζεβανζέλ σχετικά με το … λιβάνι και την αστυνομία, είχε ξεσπάσει πάλι στο Θράσο.
– Θα σε ψοφήσω ’γω στο μπουρανί και στον καβουρμά, κερχανατζή!
– Δεν θέλω να σας αποστερήσω τη θροφή σας, μητέρα, της είχε απαντήσει αναιδώς, γιατί είχε ρουφήξει μέχρις ώρας τρεις ρακές και ήτανε ανεβασμένος!
Μόλις έφυγε η γριά, δήλωσε στη Ζία:
– Αυτή θα την αρπάξει καμιά ώρα … αντεράτη!
– Θράσο, κάτι μου λέει μέσα μου πως δεν πολυσυμπαθείς τη μαμά! Τι σου έχει κάνει η κακομοίρα;
– Δεν με απαρατάς και συ με δαύτηνα. Άντε γιατί έχω τα λοξά μου τώρα!
Η κουβέντα κόπηκε … χασαπομάχαιρο με την εμφάνιση του χωροφύλακα, που είχε στείλει ο αστυνόμος, να δει αν στο σπίτι του Ζεβανζέλ … υποτροπιάζει η κατάσταση και να του αναφέρει.
– Πάει, μπήκαμε στο στόχαστρο Ζία! Δε γνωρίζω πού ακριβώς στράβωσε το πράμα, ψιθύρισε ανήσυχος.
– Πάμε κάτω να δούμε τι θέλει, Θράσο μου;
– Δεν έχω αντιλέγειν. Άσε, θα του μιλήσω εγώ. Εσύ βάστα σεκόντο …
===
– Αυτό είναι το κατάστημα του έγκλειστου Ζεβανζέλ, ρώτησε με περισπούδαστο ύφος το όργανο της τάξεως.
– Μάλιστα. Δεν περνάτε όμως πρώτα μέσα να πιούμε ένα ποτηράκι; Ο οίνος μας είναι σάπφειρος! Σου κόβει τον πόνο και πάσαν οδύνην, να πούμε …
– Ποτέ εν ώρα ’περεσίας!
– Κοπιάστε τότες να μεζεδιάσετε. Έχουμε γίγαντες γιαχνί και στιφάδο κουνέλι με κακάρια …
– Εγώ, να ξέρετε το μαγέρεψα, πρόσθεσε η Ζία με καμάρι.
– Τι επαγγέλεσθε, κύριε Θράσο;
– Επιτηδεύομαι στα μεσιτικά …
– Ο υπόδικος είναι μεγαλοδιακινητής τοξικών ουσιών, δήλωσε το όργανο, που δεν ήξερε πως στο μεταξύ ο Ζεβανζέλ είχε αφεθεί ελεύθερος. Αλλά ούτε κι ο Θράσος το γνώριζε.
– Πίπτω αφ’ το παράθυρο! Καλώς τον μπουζουριάσατε τότες …
– Μήπως είστε συνεργός του και σεις;
– Ποτές! Εγώ δεν κάνω δουλειές με ’σαγγελέα!
– Θαυμάσια! Τον συλληφθέντα τι τον έχετε;
– Δεν σχετίζομαι με τέτοια πρόσωπα, αποποιήθηκε τη συγγένεια ο Θράσος.
– Θράσοοο! Έλα στα συγκαλά σου! Για το μπαμπά εκφράζεσαι έτσι; Ενδροπή σου!
– Παράτα με μαρή, να κάνω τη φτιάξη μου …
– Ως γνωστόν ο κατηγορούμενος βρίσκεται μέσα για εμπορία και διακίνηση ινδικής κάνναβης …
– Μένω άγαρμα!
– Και οι έμποροι πρέπει να πατάσσονται παραδειγματικώς!
– Πάνω απ’ όλα το γράμμα του νόμου. Ε, Ζία;
– Και να φυλακίζονται δια βίου οι διακινηταί …
– Εγκρίνω και επαυξάνω …
– Προκειμένου όμως ν’ απαλειφθεί αυτό το φαινόμενον, χρειαζόμεθα τη συνεργασία όλων υμών, κύριε και κυρία Θράσου …
– Θέτω ανεπιφύλαχτα τον εαυτό μου στην υπηρεσία του νόμου … μοίραρχέ μου …
– Απλός χωροφύλαξ είμαι. Η στολή μου τ’ αποδεικνύει άλλωστε.
– Δεν πρέπει να ’στε τόσο ταπεινόφρων, συνταγματάρχα μου, παρενέβη η Ζία! Καλά δεν τα λέω, Θράσο μου;
– Ούτε συζήτηση! Ο σωστός λόγος να πρυτανεύει, στρατηγέ …
Το όργανο της τάξεως ναρκισσευόμενο … απ’ τις προαγωγές, είχε περάσει αυτάρεσκα τον αντίχειρά στο κορδονέτο της στολής του.
– Υπερβολές τώρα! Πάντως, για την αλήθεια και μόνον, παίρνω οσονούπω το βαθμό του υπενωμοτάρχου σας πληροφορώ …
– Ολόθυμα σας συγχαίρω, κύριε Αρχηγέ της Χωροφυλακής!
– Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ, απάντησε ο αστυνομικός με περίσσιο καμάρι, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του στην πρώτη αράδα των επισήμων κατά τις παρελάσεις!
– Όσο για τον πατέρα σας, συνέχισε …
– Πρόκειται περί κατάφωρης αδικίας, κύριε Υπουργέ της … Δημοσίας Τάξεως!
– Εμείς πάντως του την έχουμε στημένη στη γωνία, να λάβετε σοβαρά υπόψη σας! Εγώ έχω χρεωθεί το όλον θέμα προσωπικώς!
– Άξιος ο μιστός σας … κύριε Πρωθυπουργέ!
Η Ζία με τη σειρά της έσπευσε να του πουλήσει εκδούλευση …
– Καλέ, μοναχούλικο σε βλέπω εδώ και καιρό να τριγυρνάς. Θα ’θελες να σου βρούμε μια καλή κοπέλα να τσαρδιάσεις;
– Τυγχάνω λογοδοσμένος. Φεύγω τώρα, γιατί με καλεί κι αλλού το καθήκον. Μην επαναπαύεστε όμως. Δριμύτερος θα επανέλθω αν αντιληφθώ κάτι το επιλήψιμον!
– Επικροτούμε … Μεγαλειότατε, απάντησαν ομού Θράσος και Ζία, και τον ξεπροβοδίσανε ίσαμε του Ευθύμη το κρασοπουλειό …
– Και είπαμε …
– Καλή στράτα, καλή στράτα. Τα σεβάσματά μας στους … ανωτέρους σας …
===
Κατά διαβολική σύμπτωση έλαχε να περνά απ’ το δρόμο ο Ανάργυρος, αυτός που πούλαγε ποδαράκια για τον πατσά. Έστησε αφτί και άκουσε τα διαμειφθέντα. Έτσι, μόλις απομακρύνθηκε ο χωροφύλακας, πλησίασε μουράτα και ρώτησε:
– Μπας κι έχετε, ρε σεις, τίποτις ντράβαλα να καθαρίσω;
– Καθάρισε πρώτα … τις πατσές σου κι άσε μας εμάς …
– Εγώ για το καλό σας ενδιαφέρομαι. Υπάρχει πρόβλημα;
– Τουναντίον, μια συνάντηση ρουτίνας θα την έλεγα, στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων με τα υψηλόβαθμα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας …
– Ρε Θράσο, είπε αναστενάζοντας ο κυρ Ανάργυρος, συ ’πόχεις τόσα πολλά πάρε–δώσε με … βασιλιάδες και πρωθυπουργούς, δεν τους λες καμιά κουβέντα, μπας και βρούνε τίποτα δουλίτσα στο γιό μου και στρατευτεί κι αυτό το άμοιρο, που κάθεται τρία χρόνια άνεργο;
===
Τις πρώτες ώρες της ελευθερίας του, ο Ζεβανζέλ τριγύριζε σαν δαρμένο σκυλί! Γείτονες και κοινωνικοί λειτουργοί είχανε πέσει πάνω του να τον στηρίξουνε …
– Καλή κοινωνία, μάστρο Βαγγέλη. Η αλήθεια έλαμψε!
– Μουτζουρωμένος είμαι! Δε με χωρά ο τόπος. Έγινα ρεζίλης στο σύνολον!
– Τέλος καλό, όλα καλά, γέροντα!
– Ήρχα κουντρουβάλα! Πα να σαλέψει ο νους κι ο λοϊσμός μου!
Έτρεξε και ο Θράσος να τον καθησυχάσει …
– Όλα δουλεύουνε ρολόι πατέρα, όπως τ’ άφησες άμα σε τσιμπιδιάσανε …
– Ευτυχώς, που υπάρχεις και συ …
– Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο, πατέρα! Όμως καιρός δεν είναι να το ρίξουμε και ’μεις κομμάτι όξω, μετά τις τόσες φουρτούνες, που μας λάχανε;
– Από φουρτούνες μην τ’ αρωτάς!
– Είπαμε λοιπόν, αν και συ συμφωνάς, με τον εμπορευάμενο, τον κύριο Αραμπά, να πάμε περί Σάββατο σε κάνα κουτουκάκι να μεζεδιάσουμε. Όχι τίποτις σπουδαία πράματα βέβαια …
– Για ταβέρνες είμαι ’γω τώρα ή για τις … σαβανώτρες;
– Χτύπα ξύλο, πατέρα! Τι ν’ απαντήσω στον άνθρωπο;
– Δεν ξέρω, κάμε ό,τι σε φωτίσει ο γιαραμπής …
===
Ο Θράσος έτρεχε απ’ την Τετάρτη να κλείσει τραπέζι σε κέντρο. Πήγε στου Νικήτα, τράβηξε για την «Χαραυγή», ανέβηκε στου Λιλή και στου Ξανθομάλλη στην Απάνω Χώρα, μέχρι και στο «Κουρασμένο Κέντρο» στο Βροντάδο έφτασε η χάρη του!
– Τα τραπέζια μας είναι όλα ρεζερβέ, του απαντούσαν και τον αποδιώχνανε.
– Πότες ρε, θα πα να τουλουμιάσουμε, τόνε πίεζε και ο Αραμπάς.
– Πασκίζω εδώ και μέρες να φιξάρω τραπέζι, αλλά όπως βλέπεις είναι όλα κομπλέ!
– Να ρωτήξεις και στο «Στοιχειωμένο Φεγγάρι», που ’ναι και πλησίον …
– Χωρίς άργητα …
Σαν καλός δημοσιοσχεσίτης φόρεσε πουκάμισο κόκκινο της γυφτιάς, ριγέ παντελόνι με ρεβέρ και πατούμενο μαύρο μυτερό, να τρυπάς λαμαρίνα και πήγε κι έπιασε τον πορτιέρη το γαλονάτο, που ’τανε οι δυό τους μια κληρουχία στο στράτευμα …
– Είμαστε τέσσερις ανοματαίοι να μην απολυλογώ, Πολυχρόνη …
– Και ζητάτε να κλείσετε τραπέζι;
– Εμ’ τι θέλεις ρε, να ζητάμε … οικόπεδο γωνία;
– Και και και ποιός πλε–ρω–ρω–ρώνει να ξέ–ξε–ρω, μπήκε στη μέση ο Πελοπίδας ο καταστηματάρχης.
– Μα ο κύριος Αραμπάς κι ο πεθερός μου.
– Ω, το–το–τότες μας πε–πε–περιποιεί τι–τι–μή! Μετά έκανε πως κοιτάζει τα κιτάπια του πάνω απ’ τα γυαλιά της πρεσβυωπίας.
– Πε–περάστε κατά το Σα–Σά–Σάββατο. Τα κα–κα–ζάνια μας θα είναι ανα–να–ναμμένα. Θα σφα–σφάξουμε και βοοειδή …
Βρήκε τον Αραμπά να ναργελεδιάζει στον καφενέ και του ’καμε πάσα τα χαρμόσυνα.
– Μπράβο σου, ρε!
– Και είπαμε, Αραμπά, όχι τίποτες αμπιγέ ντυσίματα και έτσι. Το δείπνον θα είναι σαμφασόν …
– Εμείς είμαστε λαϊκοί αθρώποι και τ’ αγνωρίζεις, Θράσο!
===
Ο Ζεβανζέλ καθότανε στο σκαμνί και λιμάριζε το νύχι του παράμεσου. Η ματιά του όμως ήτανε αγριωπή, γιατί τα φαρμάκια της φυλακής τον είχανε αποσκληράνει.
– Οκέϊ, σου ’κλεισα, πατέρα …
– Τι μου ’κλεισες, ρε Θράσο, … τάφο στου Χαρτουλάρη;
– Όχι, τραπέζι στο «Στοιχειωμένο Φεγγάρι». Θα παραβρεθούνε ο κύριος Αραμπάς μετά της κυρίας του. Όλο το ανφάν – γκατέ!
– Δεν το πάμε για λίγο παραπίσω το γλέντι, γιέ μου, να ξεπεράσω και την ιδέα της κλεισούρας στο γκιζντάνι;
– Ορισμένως έχεις δίκιο, πατέρα. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έπραττα. Βλέπεις όμως έχουμε κράτηση τραπεζιού. Μην εκτεθούμε, δεν είναι πρέπον!
– Πώς τα καταφέρνεις, ρε και με τουμπάρεις κάθε φορά;
– Μετά φανών και λαμπάδων θα μας υποδεχτούνε! Πίστεψέ με, πατέρα …
Κατόπιν αυτού, αφού γαϊδουροδέθηκε, άπλωσε το χέρι του και καμάκωσε αμάκα τσιγάρο απ’ το πακέτο του γέρου …
– Φχαριστώ, πατέρααα …
– Σταμάτα ρε Θράσο, τα «φχαριστώ». Θα μου ’χεις πει και ίσαμε … τριάντα απ’ το πρωί!
– Μην είμαστε και αγνώμονες τώρα …
===
Προσπαθούσε να κατιρντίσει την Ερνούλα ανήμερα Σάββατο να τους ακολουθήσει το βράδυ στο κέντρο, να ξαλεγκράρει κι αυτή λιγουλάκι. Όμως εκείνη είχε το αντιλέγειν της.
– Τι γερεύω ’γω τώρα, γριά γυναίκα, σε τέτοια μαγαζιά;
Αμέτε σεις οι άντρες, Βαγγέλη κι αφήστε με ’μένανε. Έχω και τα νευρικά μου, που με ταλανίζουνε …
– Δίκιο έχει η μητέρα, πατέρα, παρενέβη ο Θράσος. Πρέπει να σεβαστούμε την επιθυμία της περί αυτού …
Η Ερνούλα τον κοίταξε με απέχθεια χωρίς να μιλήσει …
– Έλα, βρε γυναίκα, θα ’χουμε και παρεούλα …
– Για κάνε μου το λιανά …
– Θα είναι το ζεύγος Αραμπά, καλά θα περάσουμε. Μάλιστα, προσφέρονται να μας παραθέσουνε το δείπνο, λόγω της ονομαστικής γιορτής της … πεθεράς του …
– Φοβού τους Δαναούς, Βαγγέλη. Ξέρω ’γω καλά τι κουμάσια είναι και του λόγου τους!
– Πάντως αν δεν έρχεις εσύ ούτε κι εγώ πρόκειται να πάω …
Έκανε να ξαναρνηθεί, αλλά σαν πρόσεξε το θριαμβευτικό ύφος του Θράσου και ψυχανεμιζόμενη πώς κάτι αυτός μαγείρευε με την τραγουδίστρια, αμέσως άλλαξε γνώμη …
– Ε, μιας κι επιμένεις τόσο πολύ πια, λέω να μη σου χαλάσω το χατίρι …
Ο Θράσος στο άκουσμα τούτο μαράθηκε! Αυτό δα του ’λειπε, να ’χει ολονυχτίς τη γκιόσα μέσ’ στα ποδάρια του! Όμως, για ν’ αποκοιμίσει τυχόν υπόνοιες της, έκανε τάχα … πως επιθυμεί διακαώς την παρουσία της …
– Να ’ξερες τι χαρά μου δίνεις, μητέρα!
Η Ερνούλα τότε τα ’βαλε με τον άντρα της για όλα τα χαμένα χρόνια, που την είχε από σπίτι σε μαγαζί κι αντίστροφα!
– Καιρός νομίζω ήτανε, Βαγγέλη, να με πας κι εμένανε σ’ ένα κέντρο περιωπής να ξεδώσω, που με μαράζωσες πια κακοχρονονάχεις.
– Καλά, καλά, την επόμενη φορά θα σε πάω στας Βρυξέλλας!
===
Αξάφνου πετάχτηκε στη μέση η Ζία. Φορούσε ένα ριχτό τσιτάκι παρδαλό, όπου οι τρίχες απ’ την αμασχάλη της είχανε αφήσει στάμπες απάνω του!
– Καλέ, πάρτε και μένα μαζί σας. Δεν θα σας γίνω βάρος …
– Τι γυρεύεις εσύ … λεύτερο κορίτσι σε τέτοια κέντρα, της έκοψε τον αέρα ο Θράσος. Θα πάμε μόνο οι ενήλικες. Ομίλησα.
– Αααχχχ …
===
Ο Αραμπάς λαγοκοιμότανε απάνω σε μια ντιβανοκασέλα ανάπηρη, στρωμένη με αντρομίδα. Η Βδοξία η γυναίκα του χτύπησε διακριτικά την … κουρελού και μπήκε φέρνοντάς του να πιεί τσοκ – σεκιρλή καφέ σε ποτήρι ούζου.
– Πιέ το να φύγει η τσίμπλα σου, Αραμπά μου …
– Πού ήσουνα ρε, όλο το πρωί σε γέρευα …
– Στην εκκλησιά ’χα πάει. Σού ’φερα κι αντίδερο, βοηθειά σου …
– Τράβα φέρε τη λεκάνη με το νερό να κάνω ατομικό καθαρισμό.
Ο Αραμπάς έπλενε μόνο … τα ποδάρια του κάθε Σάββατο!
Η Εβδοξία τσακίστηκε να του φέρει νερό κι απολειφάδι ποτάσας.
Ο Αραμπάς τότε, τη δέρνει και της κάνει δήλωση.
– Να ντυθείς κόσμια. Δε θέλω να με συζητάνε …
– Όλο με το άστε ντούα είσαι, του μυξοκλαίει …
– Αν συνεχίσεις θα σου κάνω και … το αεροπλανικό. Είχα τρεις μέρες να σε δείρω και πιάστηκα …
– Αχ, μου κατάστρεψες τη ζήση, που με γυρεύανε καν και καν!
– Καλά νταμάρια …
– Ποιά είναι μωρέ τα καζάντια σου, μαστουρόγερε, ε μαστουρόγερε!
– Ως άντρας θα φουμάρω και την τούφα μου!
– Μια ζήση στη νήστεια μ’ έχεις. Στα κρύα σκεπάζομαι με … τη γάτα!
– Έχει και τα στεγνά της η φτιάξη! Και κόφτο, γιατί περιμένουνε κι άλλες στην αράδα …
Βρίσκει εδώ το αδύναμό της σημείο και πέφτει στα πόδια του σπαράζοντας η Ευδοξία …
– Μη μου λες τέτοια Αραμπά μου. Χώμα θα γενώ να με πατήσεις.
– Σε πατάω κι έτσι …
– Αραμπά μου είσαι ένας γόης του σινεμά! Δώκε μου ένα φιλάκι …
– Τι λες τώρα; Όποτε σε φιλάω … σου πέφτει κι από ένα δόντι! Με έναν κυνόδοντα έχεις μείνει!
– Φίλα με κι ας πάει στον κόρακα κι αυτός. Τι σου ζητάω η μαύρη;
– Μουρλάθηκες, μωρή. Κι έπειτα, πώς θ’ ανοίγω τις μπίρες μου;
– Άμε τώρα να φτιαστείς, που μου ’μελλε να πάρω τον κατιμά!
===
Έσπευσε και φόρεσε μια ρόμπα μεταποιημένη σε φόρεμα και κάτι ψεύτικες πέρλες για κολιέ. Στα πόδια της πέρασε δίχρωμα τσουράπια με καλτσοδέτα και κάτι τσόκαρα, που της τα πετούσε στο κεφάλι ο Αραμπάς ενίοτε!
Αυτός έβαλε ένα ετοιματζίδικο κουστούμι και σκαρπίνια … δίχως κάλτσες.
– Να πάρεις και το μπόγο μαζί σου Αραμπά μου, μπας και πουλήσουμε κάνα κάμποτο εκεί που πάμε …
===
Περασμένες οχτώ το βράδυ κι ακόμα δεν είχανε ετοιμαστεί. Ο Ζεβανζέλ πάσκιζε να συμβιβαστεί μ’ ένα παλιομοδίτικο κοστούμι, κασμίρι σκούρο μπλε σκοροφαγωμένο, τραγιάσκα του πανεριού στο καύκαλο, ασορτί με το κοστούμι και παντοφλέ πατούμενα μαυρολουλακιά, περασμένα δυό χέρια με γλίνα.
Εσωτερικά είχε φορέσει φανελένιο κασκορσέ κατάσαρκα, με ανεπαίσθητα τρύπιους αγκώνες κι από πάνω υποκάμισον στο μαρόν με λιγοστές λαδιές και τσακισμένους γιακάδες, ένεκα έλλειψης … σπιρτόξυλων μιας και κάπνιζε με αναφτήρα! Απ’ τη δική του μεριά ο Θράσος έδωνε κοφτές διάτες στη Ζία, που στεκότανε κερί αναμμένο!
– Σιδέρωσέ μου τα μαύρα και να μη μυρίζουνε νεφταλίνη …
Μετά πήγε να μπανιαριστεί στο πλυσταριό με μοσκοσάπουνο, όπου η Ζία του ’ριχνε καυτό νερό απ’ το καζάνι με το μπρίκι του καφέ …
– Ωχ σιγά, με τσουρούφλισες, ρε απρόσεχτη!
– Α, που να μου κοβότανε σύρριζα το χέρι, Θράσο μου …
– Με κάνεις και σφαδάζω …
Αφού ολοκληρώθηκε … το χαμάμ και τονε σκούπισε η Ζία με μια παλιά ζακέτα της Ερνούλας, πήγε να ξουριστεί στο … τζάμι. Σβούριξε μέσα στο νικελένιο μπολ άφθονη σαπουνάδα, την πέρασε στα μάγουλά του σταμπαριστά, χρησιμοποιώντας πινέλο από αλογότριχα, παλινδρόμησε την ξουράφα του πρώτα στο λουρί και μετά στο λαδόκανο, για ν’ αποχτήσει η κόψη αθέρα και ακολούθως έπιασε να ξουρίζεται νορμάλ και κόντρα, σιγοσφυρίζοντας μια άρια απ’ τον «Κουρέα της Σεβίλλης». Στην προσπάθειά του όμως να περιφρουρήσει το μουστάκι του, κόπηκε λίγο στην κρεατοελιά.
– Αμάν, σφάχτηκα! Βάλε μου σπίρτο πράσινο απάνω και κομμάτι στύψη …
Όταν σταμάτησε … η αιμορραγία παρφουμαρίστηκε με κολόνια λεβάντα χύμα, δίνοντας μερικά χαστουκάκια στα μάγουλά του …
– Πω, πω, τι φρεσκαδούρες είν’ αυτές, τρίφτηκε πάνω του η Ζία. Να βάλεις απάνω σου ένα προβασκάνι για το μάτι …
– Συ να κάτσεις να καρικώνεις μαξιλάρια όσο θα λείπω, την έκανε πέρα.
– Μου κόβεις κάθε ενθουσιασμό, κρύε!
– Κι αν λάχει κι αργήσω να πέσεις για τούφες, αφού μπουκώσεις τα λεχούδια πρωτίστως.
– Μη γυρίσεις κι ακοιτάξεις άλληνε κακομοίρη μου, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια!
– Ελήφθη. Όβερ!
===
Η Ερνούλα είχε παραμελήσει τον εαυτό της προ πολλού. Εκείνο που την ένοιαζε ήταν μοναχά το εμπορικό κέρδος και δεν έδινε πλέον δυάρα στο ντύσιμό της!
Πάνου απ’ την καμποτένια νυχτικιά πέρασε σαξ πελερίνα, τα μαλλιά της τα ’πιασε σινιόν με φουρκέτα, συμμαζεύοντάς τα με μαναβόδιχτο αντί για μπουμπάρι. Στα πόδια της φόρεσε σοσόνια κοττόν περλέ και τέλος τις βιολέ γόβες, τις πρόχειρες, κείνες που συνήθως … πέταγε στον Θράσο!
– Κοκκινάδι, γιοκ, ζηλεύω, την προειδοποίησε αυστηρά ο άντρας της.
– ’Μένανε δε μ’ ενδιαφέρουνε ούτε η εξωτερική εμφάνιση, ούτε η μόδα. Ξέρε το, Βαγγέλη!
Έτσι παρέμεινε αψιμύθιωτη χωρίς καν λίγο ρουζ ή πομάδα στο μαραμένο της πρόσωπο …
– Φιγουρίνι έγινες, μητέρα, σφύριξε ο Θράσος προσποιούμενος την καρδερίνα …
– Φουρτούνα στα μπατζάκια σου! Πού ’ναι η κόρη μου, βρε;
– Γαλαχτίζει τα βρέφη. Σήμερον είναι της ένδου!
===
Το κοσμικό κέντρο «Στοιχειωμένο Φεγγάρι» βρισκότανε σε απόσταση είκοσι βημάτων απ’ το σπίτι του Ζεβανζέλ. Ήδη ακουγότανε το νταβαντούρι απ’ το κούρδισμα των οργάνων.
Βγήκανε και οι τρεις τους απ’ το σπίτι και η Ερνούλα ρώτησε ανήσυχη.
– Βαγγέλη, πήρες το χάπι σου το βραδινό;
Ο Θράσος είχε περάσει κίτρινο τσετσέκι στη μπουντουνιέρα του και στον πεθερό είχε προσφέρει να βάλει ένα ζαπάκι … απ’ τη γλάστρα της κερά Λεμονιάς!
– Ψυχρούλα κάνει, παρατήρησε ανάλαφρα ο Θράσος. Θέλεις, πατέρα, να καλέσω ένα … ταξί;
– Ας προχωρέσουμε τα υπόλοιπα … δέκα βήματα, Θράσο, καμάρι μου. Καλό μας κάνει η πεζοπορία. Μετά έπιασε να κάνει συστάσεις στην Ερνούλα:
– Πρόσχαρη να ’σαι …
===
Στην είσοδο της ταβέρνας τους ανέμενε το ζεύγος Αραμπά από ώρα. Αψηλός και χαχόλος εκείνος, με τραγιάσκα σινιέ και βρακί που ’χε κάνει γόνατο, ενώ το πέτο του στόλιζε κατακόκκινος ιβίσκος.
Η Αραμπάδαινα πάλι, με καπελίνα από κετσέ με φτερό, αμανάτι πελάτισσας του Αραμπά, βάσταγε αγκαζέ τον κύριό της, ο οποίος της είχε αγοράσει και γιασεμάκι μυρωδάτο, περασμένο σε πευκοβελόνες.
Οι άντρες δώσανε τα χέρια αναμεταξύ τους και οι γυναίκες ανταλλάξανε εναέριους ασπασμούς. Ο Αραμπάς έλαβε πρώτος το λόγο.
– Γουέλκαμ, μάστρο Βαγγέλη και αποδέλοιποι συγγενείς. Ελόγου μου ακερνάω σήμερον …
– Να ρεφενίσουμε και ’μεις, βρε Αραμπά, δεν είναι πρέπον …
– Εσύ να γυρεύεις τη δουλειά σου Βαγγέλη.
-Αφού επιμένει ο κύριος, τον τσίμπησε στο μπράτσο η Ερνούλα.
– Μα τι θα πει ο κόσμος, επέμεινε εκείνος, που ήτανε και ρεκλαματζής …
– Κάνε το κορόϊδο, βλάκα, που σου λέω! Και τον ξανατσίμπησε στο άλλο μπράτσο για να ισοσταθμιστεί … η οδύνη!
Κατόπιν αυτού η Ερνούλα προσποιήθηκε ότι θαυμάζει το ασάμπλ της Αραμπάδαινας.
– Φτου, φτου, στις εμορφάδες σου είσαι σήμερις Ευδοξία μου, είπε στραμμένη προς το μέρος … του Θράσου, για να μην πάει … και χαμένο το σάλιο της!
Συνεχίζεται …
Τάκης Κυριτσόπουλος
Ταβερνάκι της Εποχής